Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Νασρεντίν Χότζας:


Λαογραφικά 

Νασρεντίν Χότζας: Σοφός Αστείος Γκαφατζής



nasrettin hoca türbesi (Görüntüler ile)
 Nasrettin Hoca Türbesi mimari  
Ο τάφος του Ναστραδίν Χότζα στο Ακσεχίρ το 1920.


     Ο Νασρεντίν Χότζα ή γνωστότερος ελληνικά ως Ναστραντίν Χότζας (το όνομα σημαίνει «Η δόξα της Πίστης» στα Αραβικά) ήτανε δημοφιλής κεντρικός ήρωας μύθων, παροιμιών, ανεκδότων που κυκλοφορούσαν ευρύτατα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις της Μ. Ανατολής και της Τουρκίας.
     Ο Ναστραντίν Χότζας παρουσιάζεται ως τύπος σούφι, φιλόσοφος ανατολίτης, οπλισμένος με φιλοσοφική εγκαρτέρηση στις αντιξοότητες της ζωής, πάντοτε ετοιμόλογος με ελευθερία εκφράσεων, πολλές φορές και με αισχρολογίες. Στις αρχές ακόμα του 20ου αιώνα, υπήρξεν ο τύπος ανθρώπου αγαπητού στον Ελληνικό λαό, ιδιαίτερα για τη λαϊκή θυμοσοφία του.
     Παρ’ όλο που ο Χότζας ήτανε Τούρκος Ιεροδιδάσκαλος, ο
Ελληνικός λαός τον υιοθέτησε, γιατί τον ταύτισε με τους φτωχούς εργαζόμενους που πάσχιζαν να επιβιώσουν. Είναι ο λαϊκός ήρωας, ο απλοϊκός χωρατατζής που ποτέ δε χάνει την αισιοδοξία του και μηχανεύεται διάφορα τεχνάσματα για να επιβιώσει, αλλά τίμιος μέσα στην πονηριά του.
     Οι περιπέτειές του και τ’ αστεία του διαβάζονταν άπληστα και κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα. Πόσοι μικροί και μεγάλοι δεν έχουν διασκεδάσει ανιστορώντας ανέκδοτα από τις περιπέτειες του Ναστραντίν Χότζα! Ακόμη και σήμερα, χρησιμοποιούμε μερικές εκφράσεις από τα ανέκδοτα του Χότζα σαν παροιμίες όπως: «Ο φούρνος του Χότζα», «Και σύ δίκιο έχεις», «Ο καυγάς ήτανε για το πάπλωμα», «Δεν πιάνεται η μαρτυρία σου» κ.α.
     Οι περιπέτειες του ήταν ιδιαίτερα αγαπητές στα παιδιά που δεν κουράζονταν να τις ακούν ξανά και ξανά. Η λογοτεχνία, όμως, αυτή ξεπεράστηκε με τα χρόνια γιατί δεν εκπροσωπεί πια το λαϊκό πνεύμα, όπως αυτό διαμορφώθηκε μέσα στις νέες συνθήκες ζωής, ιδιαίτερα με
την εξάπλωση της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
     Υποστηρίζεται ότι γεννήθηκε τον 13ο αιώνα κάπου στο Μεγάλο Κορασάν κι ότι διατηρούσε φιλία με τον Ταμερλάνο. Κατ' άλλους γεννήθηκε στο Σιβρή Χισάρ στη Μ. Ασία περί τον 15ο με 16ο αιώνα. Το επάγγελμά του ήταν Καδής (ιεροδίκης) και Μουλάς (ιεροδιδάσκαλος). Πέθανε και θάφτηκε στο Ακ Σεχήρ κοντά στο Ικόνιο που υποστηρίζεται πως υπήρχε ο τάφος του, ένα μικρό «τουρμπέ» (=μαυσωλείο).
     Η εκδοχή πάντως ότι όλοι οι σχετικοί μύθοι του Ναστραντίν πλάστηκαν από τον ίδιο είναι εσφαλμένη. Γιατί απλούστατα πολλά αναφέρονται σε πολύ διαφορετικές περιόδους. Ακόμη πολλά ανέκδοτα μπορεί ν΄ αναφέρονται στ΄ όνομά του αλλά είναι βέβαιο ότι άλλοι είναι οι δημιουργοί τους που παρέμειναν αφανείς αφηγητές. Πάντως σημειώνεται ότι από τις πλείστες εκδόσεις των ιστοριών του Ναστραντίν σε ξένες γλώσσες η μετάφραση στην ελληνική ήταν το περισσότερο διαδεδομένο, στην Ελλαδική χώρα από την εποχή της οθωμανικής περιόδου που συνέχισε στην ελεύθερη Ελλάδα, τουρκικό βιβλίο.
     Πολλά έθνη της Μ. Ανατολής θεωρούν τον Νασρεντίν δικό τους, όπως οι Αφγανοί, Άραβες, Πέρσες, Τούρκοι κι Ουζμπέκοι. Το όνομά του γράφεται διαφορετικά σε κάθε γλώσσα και πριν ή μετά από αυτό αναφέρονται οι τίτλοι Χότζας, Μουλάς ή Εφέντι. Ο Νασρεντίν ήταν λαϊκός φιλόσοφος κι έχει μείνει στη μνήμη και την παράδοση της Ανατολής για τις αστείες ιστορίες και τα ανέκδοτά του. Οι ιστορίες του μπορεί να είναι παράδοξες, απλοΐκές αλλά έχουν βαθύτερα νοήματα τα οποία γίνονται κατανοητά μέσα από τη διήγηση. Οι ιστορίες του Νασρεντίν Χότζα είναι δημοφιλείς σε όλο τον κόσμο κι η UNESCO είχε θεσπίσει το 1996-1997 Διεθνές Έτος Νασρεντίν Χότζα.
     Το όνομα του Νασρεντίν γράφεται με τους εξής τρόπους: Nasreddin Nasrudin, Nasr ud-Din, Nasredin, Naseeruddin, Nasruddin, Nasr Eddin, Nastradhin, Nasreddine, Nastratin, Nusrettin, Nasrettin και Nastradin. Πριν ή μετά από το όνομα τίθεται ένας τίτλος σοφίας. Στην Ελλάδα είναι γνωστός με το χαρακτηριστικό Χότζας, αλλά ο τίτλος σε άλλες χώρες μπορεί να είναι: «Hoxha», «Khwaje», «Hodja», «Hojja», «Hodscha», «Hodža», «Hoca», «Hogea», «Hodza», «Djoha», «Djuha», «Dschuha», «Giufà», «Chotzas», «Mullah», «Mulla», «Molla», «Maulana», «Efendi», «Ependi».
     Με κέντρο τις αραβικές χώρες, οι ιστορίες του Νασρεντίν Χότζα έχουν διαδοθεί στην Ινδία και τη Κίνα, τη Βόρεια Αφρική, τα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η επίδρασή του ήταν τόσο έντονη που, σε πολλές περιπτώσεις, παλαιότεροι μύθοι (π.χ. του Αισώπου) τροποποιήθηκαν και αποδόθηκαν στον Χότζα. Ακόμα κι οι ιστορίες μας "Η Γάτα & Το Ψάρι" κι "Ο Φίλος Του Φίλου" αποδίδονται, αρκετά αλλαγμένες και σ’ αυτόν. Πρέπει να πω επίσης ότι τονε λατρεύαμε κι εγώ κι ο παππούς μου!
     Στη συνέχεια παραθέτω μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές περιπέτειές του.

ΝΟΗΣΗ noici: Νασρεντίν χότζα
             

****
     Είναι γνωστό ότι η οικογένεια του Χότζα ήταν πολύ φτωχή και συχνά
επικρατούσε πείνα στο σπίτι. Κάποια νύχτα η γυναίκα του τον σκουντά και
τον ξυπνά:
 -"Άντρα, κάποιος κλέφτης βρίσκεται στη κουζίνα, πήγαινε να δεις τι συμβαίνει".
 -"Άσ’ τον να ψάχνει, γυναίκα, μήπως ανακαλύψει τίποτα φαγώσιμο και τότε του ριχνόμαστε και του το παίρνουμε"!

****
      Κάποτε, ένας νεαρός, θέλοντας να ανακαλύψει τι είναι Αλήθεια, αποφάσισε ν’ αφήσει το σπίτι του και να πάει να ζήσει πλάι σ’ ένα σεβάσμιο δάσκαλο, που δεν ήταν άλλος από τον Χότζα και που τότε ζούσε στις όχθες ενός ποταμού. Μια και δυο, πάει στο σπίτι του Χότζα.
 -"Σε παρα­καλώ, δάσκαλε", του λέει, "επίτρεψέ μου να μείνω μαζί σου και να
σε υπηρετώ για να μου διδάξεις τι είναι Αλήθεια".
     Ο Νασρεντίν, που ήταν τότε άρρωστη η γυναίκα του, δέχτηκε τη προσφορά.
Έτσι ο νεαρός ανέλαβε να πλένει τα ρούχα του Χότζα, να μαγειρεύ­ει γι’ αυτόν, και να κάνει ό,τι άλλο του ζητούσε. Μετά από λίγο καιρό, η γυναίκα του Χότζα έγινε καλά, αλλά επειδή της καλάρεσε να έχει υπηρέτη κι ο νεαρός δεν ήθελε να φύγει δεν είπε κανείς τίποτα κι όλα μείναν όπως ήταν.
     Ύστε­ρα από πέντε χρόνια, όμως, ο νεαρός λέει στο Χότζα:
 -"Πέρασα πέντε χρόνια μαζί σου Χότζα μου κι ακόμη δεν ξέρω τι είναι η Αλήθεια. Δεν έμαθα τίποτα! Αν δε σε πειράζει, θα φύγω για να βρω κάποιον άλλο δάσκαλο απ’ τον οποίο θα μπορέσω ίσως να μάθω περισσότερα πράγματα".
 -"Δεν με πειράζει καθόλου παιδί μου, είσαι ελεύθερος να φύγεις", απαντά ο
Νασρεντίν κάνοντας νόημα στη γυναίκα του να μη πει λέξη γιατί την είδε ότι ετοιμαζόταν να κρατήσει τον νεαρό.
     Έτσι ο νεαρός άρχισε να γυρνάει από δω κι από κει αναζητώντας δάσκαλο.
Τι Ινδίες πήγε, τι Αίγυπτο πήγε, τι Κίνα πήγε, και που δεν πήγε αναζητώντας φωτισμένους δασκάλους. Και το τι τηλεπαθητικά, τηλεκινητικά και γενικά μεταφυσικά και παραψυχολογικά μυστικά έμαθε, δεν λέγεται! Αφού στο τέλος πια, ξέχασε κι ότι εκείνο που αναζητούσε ήταν η Αλήθεια. Κι όταν πια πέρασαν άλλα πέντε χρόνια, θυμήθηκε τον πρώτο του δάσκαλο τον Χότζα κι αποφάσισε να πάει να τον επισκεφτεί, για να τον εντυπωσιάσει.
 -"Τι έμαθες λοιπόν;" τον ρωτάει ο Νασρεντίν μόλις κάτσανε να πιούνε τσάι. Κι ο πρώην μαθητής του άρχισε να τού λέει ότι μπορεί να διαβάζει τη σκέψη, ότι μπορεί να λυγίζει κουτάλια, να περπατάει πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, να σηκώνεται από το έδαφος και να αιωρείται στον αέρα, κι ένα σωρό άλλα.
 -"Αυτά εί­ναι όλα κι όλα;" ρώτησε ο Νασρεντίν τον νεαρό μόλις σταμάτησε.
Τότε ο νεαρός του λέει με φοβερή υπερηφάνεια δείχνοντας το ποτάμι που
κυλούσε ήσυχα δίπλα τους:
 -"Και μπορώ να περπατήσω πάνω στο νερό και να πάω περπατώντας στην
απέναντι όχθη".
 -"Καλά", του λέει έκπληκτος ο Νασρεντίν, "και σου πήρε πέντε χρόνια για να
μά­θεις κάτι τέτοιο; Θα μπορούσες να πάρεις τη βάρκα που είναι εκεί, και
να σε πάει απέναντι σε πέντε λεπτά"!

****
     Μια μέρα, ρώτησε τον Νασρεντίν ένας μαθητής του:
 -"Πες μου δάσκαλε: Πώς θα μπορούσες να περιγράψεις τη δουλειά ενός αναζητητή της Αλήθειας";
     Ο Νασρεντίν κοίταξε για λίγο σιωπηλός τον μαθητή του κι ύστερα χαμογέλασε πονηρά και του είπε:
 -"Σαν την ιστορία της κούκλας από αλάτι".
 -"Δηλαδή;" ρώτησε ο μαθητής απογοητευμένος, νομίζοντας ότι ο δάσκαλός του τον κοροϊδεύει.
 -"Άκου την ιστορία, λοιπόν", είπε ο Νασρεντίν, "όχι όμως με τ' αυτιά σου, αλλά με τη καρδιά σου".
     Και να η ιστορία που είπε ο Μουλά Νασρεντίν στον μαθητή του:

   «Μια κούκλα φτιαγμένη από αλάτι, ψάχνοντας να βρει την αλήθεια για το τι τέλος πάντων ήταν, ταξίδεψε χιλιάδες μίλια στεριάς, μέχρι που έφτασε και σταμάτησε στην άκρη της θάλασσας. Έμεινε ακίνητη κοιτάζοντας μαγεμένη κείνη την υγρή κινούμενη μάζα που δεν έμοιαζε με τίποτα απ' όλα όσα είχε δει ως τότε και δεν ήξερε το όνομά της.
 -"Τι είσαι εσύ;" ρώτησε η κούκλα από αλάτι τη θάλασσα.
 -"Έλα μέσα και δες μόνη σου", απάντησε η θάλασσα με ένα χαμόγελο καλοσύνης κι αγάπης.
     Έτσι, η κούκλα από αλάτι προχώρησε, τσαλαβουτώντας στα νερά, προς τα μέσα. Όσο πιο βαθιά προχωρούσε, τόσο περισσότερο διαλυόταν μέχρι που έμεινε ένα μικρό κομματάκι από αυτή. Πριν διαλυθεί και το τελευταίο αυτό κομμάτι της και γίνει ένα με τη θάλασσα, η κούκλα από αλάτι πρόλαβε και φώναξε με θαυμασμό, μεθυσμένη από μια αλλόκοτη και πρωτόγνωρη χαρά:
 -"Τώρα ξέρω τι είμαι!"».

****
     Μια φορά ο Χότζας είχε καλέσει ένα γείτονά του για φαγητό και του πρόσφερε από ένα παλιό κρασί που είχε στο κελάρι του.
 -"Πολύ ωραίο κρασί, Χότζα μου" λέει ο γείτονας.
 -"Ναι, είναι πολύ παλιό" λέει ο Χότζας.
 -"Πόσο παλιό;" ξαναρωτά ο γείτονας.
 -"Σαράντα χρόνων", λέει ο Χότζας.
 -"Μπράβο!" κάνει με θαυμασμό ο γείτονας και συνεχίζει. "Θα μου δώσεις λίγο σ' ένα μπουκαλάκι όταν φύγω";
 -"Όχι. Δεν δίνω ποτέ", απαντά ο Χότζας.
 -"Γιατί Χότζα μου;" επιμένει ο γείτονας κι εκείνος του απαντά:
 -"Αν ήταν να δίνω κάθε τόσο, λίγο από το κρασί μου, δε θα είχε γίνει ποτέ σαράντα χρονών".

****
     Ο Χότζας είχε πέσει στο κρεβάτι βαριά άρρωστος. Όλοι νόμιζαν πως θα πεθάνει. Η γυναίκα του ντύθηκε στα μαύρα κι άρχισε τα κλάματα και τα μοιρολόγια. Οι μαθητές του που είχαν μαζευτεί γύρω από το κρεβάτι του, τον κοίταζαν με βαθιά θλίψη. Μόνο ο Χότζας, έμενε ατάραχος και κάθε τόσο γέλαγε...
 -"Δάσκαλε", τον ρωτάει ένας από τους μαθητές του, "πώς γίνεται να αντιμετωπίζεις το θάνατο με τέτοια ψυχραιμία και μάλιστα κάθε τόσο να γελάς, ενώ εμείς που δεν πρόκειται να πεθάνουμε, αγωνιούμε μήπως μας αφήσεις";
 -"Πολύ απλό", απάντησε ο Χότζας. "Καθώς σας κοιτάζω ξαπλωμένος, λέω στον εαυτό μου: »Όλοι σας έχετε τόσο βαριά θλιμμένη όψη, που είμαι σχεδόν σίγουρος ότι όταν έρθει ο Άγγελος του Θανάτου, θα νομίσει ότι κάποιος από εσάς είναι που τον περιμένει και θα τον πάρει κατά λάθος, και θα μ' αφήσει εμένα να ζήσω κι άλλο. Γι' αυτό κάθε τόσο με πιάνουν τα γέλια..."

****
     Έλεγε μια φορά ο Χότζας σε ένα μαθητή του:
 -"Ποτέ μη δίνεις κάτι που σου ζήτησαν, αν δεν περάσει τουλάχιστον μια μέρα".
 -"Και γιατί να μην το δίνεις Νασρεντίν", τον ρώτησε κάποιος.
     Κι ο Χότζας συνέχισε:
 -"Γιατί η ζωή μάς έχει δείξει ότι εκτιμούν κάτι που τους δίνεις, μόνο όταν έχουν αναγκαστικά το χρόνο να αμφιβάλλουν αν θα τους το δώσεις τελικά ή όχι".

****
     Στη μεγάλη αίθουσα του Δημαρχείου της πόλης όπου ζούσε ο Χότζας, ήρθε να δώσει ομιλία ένας διάσημος σοφός. Όλη η πόλη είχε μαζευτεί εκεί για να ακούσει το λόγο του σοφού και βέβαια κι ο Χότζας, που κάθισε στην πρώτη σειρά. Η ομιλία άρχισε και πολύ γρήγορα ο Νασρεντίν βαρέθηκε με τις κοινοτυπίες που άκουγε. Κάποια στιγμή, ο σοφός ομιλητής είπε:
 -"Τι παράξενοι κι αχάριστοι που είναι οι άνθρωποι! Ποτέ τους δεν είναι ευχαριστημένοι με τίποτα! Το χειμώνα παραπονιούνται ότι παρακάνει κρύο, ενώ το καλοκαίρι παραπονιούνται ότι παρακάνει ζέστη".
     Οι ακροατές της ομιλίας κούνησαν βαθυστόχαστα το κεφάλι τους, γιατί πίστευαν ότι κάνοντάς το αυτό, συμμετείχαν στην ουσία της σοφίας του ομιλητή. Ο Νασρεντίν χωρίς να βγει εντελώς από την αφηρημάδα του, σήκωσε τα μάτια του προς τον σοφό ομιλητή και του είπε:
 -"Δεν έχεις προσέξει ότι για την Άνοιξη, δεν παραπονιέται κανένας";

****
     Ο Νασρεντίν ερέθιζε συνεχώς τους φίλους του με την αιώνια αισιοδοξία του. Όσο άσχημη κι αν ήταν μια κατάσταση, εκείνος έλεγε πάντοτε:
 -"Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι χειρότερο".
     Για να τον θεραπεύσουν από αυτή του την ενοχλητική συνήθεια, οι φίλοι του αποφάσισαν να του στήσουν μια κατάσταση τόσο μαύρη, τόσο ζοφερή, που να μη μπορούσε ο Νασρεντίν να βρει καμία ελπίδα σ' αυτήν.
     Μια μέρα, ένας απ' αυτούς τον πλησίασε στο μπαρ και του είπε:
 -"Νασρεντίν, άκουσες τι συνέβη στο Γιώργο; Χθες βράδυ, πήγε στο σπίτι του, βρήκε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με έναν άλλο άντρα, τους σκότωσε και τους δύο κι ύστερα αυτοκτόνησε".
 -"Τρομερό", είπε ο Νασραντίν, "θα μπορούσε όμως να είχε συμβεί κάτι χειρότερο".
 -"Τι στα κομμάτια θα μπορούσε να είχε συμβεί, που να ήταν χειρότερο απ' αυτό";
 -"Αν είχε συμβεί προχθές, τώρα θα μπορούσα να είμαι εγώ ο σκοτωμένος".

****
     Μια μέρα, ο βασιλιάς αποφάσισε όλοι οι υπήκοοί του να λένε την αλήθεια. Στήθηκε μια κρεμάλα έξω από τις πύλες τις πόλεις και ανακοινώθηκε ότι όποιος μπαίνει στην πόλη οφείλει να απαντήσει ειλικρινά σε μια ερώτηση που θα του γίνει. Ο Νασρεντίν ήταν πρώτος. Ο λοχαγός της φρουράς τον ρώτησε:
 -"Που πας; Πες την αλήθεια αλλιώς θα εκτελεστείς".
 -"Πάω", είπε ο Νασραντίν, "να πεθάνω στη κρεμάλα".
 -"Δεν σε πιστεύω".
 -"Πολύ καλά, αν σου είπα ψέματα να με κρεμάσεις"!
 -"Ναι, αλλά τότε θα είχες πει την αλήθεια"!
 -"Ακριβώς", είπε ο Νασραντίν, "τη δική σου αλήθεια".

****
     Ο Χότζας είχε χάσει το κλειδί του σπιτιού του. Πήγε κάτω από μια κολώνα που έφεγγε ένας γλόμπος κι έψαχνε μέσα στη νύχτα, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Μαζεύτηκε κόσμος κι όλοι ήθελαν να τον βοηθήσουν. Άρχισαν να ψάχνουν κι αυτοί μαζί του.
 -"Πες μου Χότζα", τον ρώτησε στο τέλος κάποιος, "είσαι σίγουρος πως έχασες το κλειδί εδώ, σ' αυτό το μέρος";
 -"Όχι", απάντησε ο Χότζας. "Αλλά μόνον εδώ έχει φως. Εγώ θέλω πάντα να βλέπω τι κάνω".

****
Μια μέρα μερικοί πιτσιρικάδες προσπαθούσαν να μοιράσουν καρύδια, που είχαν σε ένα σακί. Αλλά δεν συμφωνούσαν και ξέσπασε ανάμεσά τους μεγάλος καυγάς. Στο τέλος αποφάσισαν να πάνε στον Νασραντίν Χότζα που είχε φήμη ανθρώπου δίκαιου, να κάνει αυτός τη μοιρασιά.
«Θέλετε να σας τα μοιράσω με τον τρόπο που μοιράζει τα πράγματα ο Θεός ή με τον τρόπο που τα μοιράζουν οι άνθρωποι;»«Με τον τρόπο που μοιράζει ο Θεός, ο Θεός!», φώναξαν οι πιτσιρικάδες.
Ο Χότζας πήρε το μισό σακί, πάνω από διακόσια καρύδια, και τα έδωσε στον πρώτο. Στο δεύτερο έδωσε μόνο δύο καρύδια. Στον τρίτο έδωσε είκοσι.
Οι πιτσιρικάδες άρχισαν να φωνάζουν. «Τι κάνεις εκεί πέρα; Εμείς θέλουμε να πάρει καθένας τα ίδια». Αλλά ο Νασραντίν δεν καταλάβαινε τίποτα. «Μόνο οι αφελείς πιστεύουν σε τέτοιες ανοησίες. Ο Θεός μοιράζει τα πράγματα όπως εγώ σας μοιράζω τώρα τα καρύδια».

****
Ο Χότζας έφερε στην αγορά τον γάιδαρό του και τον παρέδωσε στον κήρυκα. Ήρθε ένας αγοραστής και παρατηρεί τα δόντια του να καταλάβει την ηλικία του, αλλά ο γάιδαρος τον δάγκωσε. Ήρθε άλλος αγοραστής και σήκωσε την ουρά του. Αλλά και τούτον κλώτσησε. Τότε ο κήρυκας είπε στον Χότζα – «Τούτος ο γάιδαρος κανείς δεν τον αγοράζει, διότι και εκείνον που περνά από εμπρός του τον δαγκώνει, και εκείνος που πηγαίνει από πίσω του τον κλωτσά». «Και καλά έκανε διότι εγώ δεν τον έφερα να τον πουλήσω», είπε ο Χότζας, «αλλά να μάθει ο κόσμος τι έχω τραβήξει απ΄ αυτόν έως τώρα».

****
Μια μέρα, περνώντας ο Χότζας από μία λίμνη είδε κάτι πάπιες να παίζουν μέσα στη λίμνη και σκέφτηκε ότι θα ήταν νοστιμότατες αν τις έκανε σούπα. Μπήκε, λοιπόν, μέσα στη μικρή λίμνη και προσπάθησε να πιάσει κάποια απ' αυτές, αλλά εκείνες πέταξαν μακριά. Τότε ο Χότζας, έκατσε στην άκρη της λίμνης, έβγαλε ένα καρβέλι ψωμί από το δισάκι του, το έκοψε σε μπουκιές και τις έριξε στο νερό. Μόλις μούσκεψαν άρχισε να τις τρώει.
Κάποιος περαστικός που τον πρόσεξε τον ρώτησε τι είναι αυτό που κάνει, κι ο Χότζας του απάντησε: «Τρώω σούπα από πάπια».

****
Ο Νασρεντίν Χότζας βρέθηκε κάποτε σε μια γειτονική πόλη στην οποία κανείς δεν τον γνώριζε. Αφού τέλειωσε τις δουλειές του, πριν πάρει τη στράτα του γυρισμού σκέφτηκε να πάει να κάνει ένα μπανάκι στο χαμάμ της πόλης το οποίο ήταν ονομαστό. Καθ' ό,τι φτωχικά ντυμένος, οι υπάλληλοι δεν τον περιποιήθηκαν. Δεν τον βοήθησαν να γδυθεί και να ντυθεί, του έδωσαν μια άπλυτη πετσέτα κι ένα απλό σαπουνάκι και κανείς δε φρόντισε να τον τρίψει.
Όταν ο Χότζας τελείωσε έδωσε στους υπαλλήλους από ένα χρυσό νόμισμα.
Οι υπάλληλοι τα 'χασαν και μετάνιωσαν για την επιπολαιότητά τους να παρασυρθούν από την εξωτερική εμφάνιση και να μην περιποιηθούν τον πελάτη τους όπως του έπρεπε.
Μετά από μια εβδομάδα ο Χότζας ξαναβρέθηκε στην ίδια πόλη και αφού ξεμπέρδεψε τις δουλειές του ξαναπήγε στο χαμάμ, πάντα το ίδιο φτωχικά ντυμένος.
Οι υπάλληλοι τον περιποιήθηκαν αρχοντικά. Τον βοήθησαν να γδυθεί και να ντυθεί, του έδωσαν μια πεντακάθαρη μεταξωτή πετσέτα, του πήγαν χίλιων λογιών αρωματισμένα σαπούνια, τον άλειψαν με χίλια μυρωδικά και τον έτριψαν καλά. Κι όταν ο Χότζας ήταν έτοιμος να φύγει έτειναν χαμογελαστοί τις παλάμες τους λαχταρώντας ένα ακόμη χρυσό νόμισμα.
Ο Χότζας όμως τους έδωσε από ένα χάλκινο πιάστρο.
Βλέποντας την έκπληξη ζωγραφισμένη στα μάτια τους ο Χότζας τους απάντησε "για τη σημερινή περιποίηση σας πλήρωσα την προηγούμενη εβδομάδα. Τώρα σας πληρώνω για την προηγούμενη περιποίηση".

****
Λοιπόν, ο Χότζας ένα βράδυ βημάτιζε νευρικά πάνω - κάτω, πάνω - κάτω στην κρεβατοκάμαρα και είχε σπάσει να νεύρα της γυναίκας του.
- Τι έχει βρε άνθρωπέ μου και δεν κοιμάσαι;
- Να χρωστάω στον Εβραίο απέναντι 1000 χρυσά γρόσια και δεν έχω αύριο να του τα δώσω.
- Ε και γι αυτό σκας; Κάτσε να δεις. Πάει η γυναίκα του στο παράθυρο και φωνάζει του Εβραίου:
- Ε, γείτονα, τα 1000 χρυσά που σου χρωστάμε δεν τα έχουμε! Ύστερα λέει στον άντρα της. Τώρα ησύχασες; Σβήσε το φως και κοιμήσου. Τώρα ο Εβραίος θα μείνει ξάγρυπνος!

****
Ένας φτωχός οικογενειάρχης, που ζούσε σε ένα δωμάτιο με την πολυμελή οικογένειά του, πήγε στον Χότζα και του ζήτησε ένα πιο μεγάλο σπίτι για να ανασάνει λίγο η ταλαιπωρημένη οικογένειά του.
«Αγαπητέ μου Χότζα, θέλουμε ένα πιο μεγάλο σπίτι, δεν μπορούμε να ζούμε η γυναίκα μου και εγώ, τα τόσα μας παιδιά και συγγενείς όλοι μαζί σ΄ένα δωμάτιο», έκλαψε ο δύσμοιρος άνθρωπος.
Ο Χότζας τον ρώτησε αν έχει ζώα στην αυλή του. «Έχω», του απάντησε. «Τότε απόψε βάλε και τις όρνιθες μαζί σας», τον συμβούλεψε ο Χότζας.
Τις βάζει ο άνθρωπος και πάει το επόμενο πρωί στον Χότζα. «Αγαπητέ μου Χότζα, είμαστε χειρότερα σκάσαμε όλοι μαζί και με τα ζώα».
«΄Έχεις και άλλα ζώα;», τον ρώτησε ο Χότζας. «Έχω», είπε ο άνθρωπος, «σκύλο και γάτο». «Απόψε βάλε και αυτά μαζί». Τα βάζει ο καημένος και πάει ξανά το επόμενο πρωί για να κλάψει απαρηγόρητος.
Ο Χότζας τον ρωτάει και πάλι, μήπως «έχεις και κανένα γάιδαρο στην αυλή»; «Ναι», του απαντά ο άνθρωπος. «Απόψε βάλε και αυτόν και έλα αύριο».
Την επομένη πάει απαρηγόρητος. Τότε ο Χότζας του λέει: «Απόψε βγάλε το γάιδαρο έξω και έλα αύριο».
Την επομένη ο άνθρωπος πάει χαρούμενος και του λέει: «Ευχαριστούμε Χότζα μου, είμαστε λίγο καλύτερα». «Απόψε βγάλε λοιπόν, και τις όρνιθες, αύριο το σκύλο και μεθαύριο τη γάτα».
Έτσι κάνει ο άνθρωπος και πάει χαζοχαρούμενος στον Χότζα και τον ευχαριστεί θερμά για τη βοήθειά του και του λέει: «Να 'σαι καλά Χότζα μου, τώρα ανασάναμε, σε ευχαριστούμε πολύ, πολύχρονος να 'σαι»!

****
Ο Χότζας ό,τι τον ρωτούσαν τα ήξερε όλα. Για όλα τα πράγματα είχε μια άποψη, μια θέση. Λένε κάποιοι που τον ζήλευαν δεν γίνεται αυτό το πράγμα, πρέπει να τον πιάσουμε κότσο.
- Βρήκα τι θα κάνουμε. Θα βάλουμε το Γιώργο να πάρει ένα σπουργίτι και να το κρατάει στο χέρι του στη πλάτη του εδώ πίσω. θα ρωτήσουμε το Χότζα που τα ξέρει όλα «Χότζα, ο Γιώργος που κρατάει ένα πουλάκι πίσω από τη πλάτη του είναι ζωντανό ή πεθαμένο;»Αν μας πει ότι είναι πεθαμένο, ο Γιώργος θα ανοίξει το χέρι του το πουλάκι θα πετάξει και θα του αποδείξουμε ότι δεν τα ξέρει όλα.
- Αν μας πει ότι είναι ζωντανό;»
- Ε τότε ο Γιώργος θα το στραγγαλίσει και θα φανεί πεθαμένο
Ενθουσιάστηκαν όλοι, κατεβαίνει ο Χότζας τον πλησιάζουν όλοι και τον ρωτάνε.
- Χότζα εσύ που τα ξέρεις όλα, ο Γιώργος έχει ένα πουλάκι στο χέρι του, πίσω στη πλάτη του. Πες μας είναι ζωντανό ή πεθαμένο;
Ο Χότζας κάθεται, χαϊδεύει λίγο τη κοιλίτσα του, χαϊδεύει το μούσι του και τους λέει: «στο χέρι σας είναι».

****
Μια μέρα ο Χότζας πήγε σε συμπόσιο γάμου.
Επειδή τα φορέματα του ήταν παλιά, δεν τον περιποιήθηκαν.
Ο Χότζας τότε πηγαίνοντας στο σπίτι του και φορώντας μια γούνα του, επιστρέφει.
Ο νοικοκύρης προϋπάντησε τον Χότζα με πολλές φιλοφρονήσεις και τον βάζει στην τιμητική θέση του τραπεζιού λέγοντας: «Ορίστε, ορίστε , κύριε Χότζα.» Και ο Χότζας, πιάνοντας το μανίκι της γούνας, της λέει: «Ορίστε, γούνα μου , ορίστε».
Οι παρευρισκόμενοι τότε τον ρώτησαν: «Τι κάνεις;»
Και ο Χότζας απαντά: « Αφού όλες οι φιλοφρονήσεις γίνονται για την γούνα, αυτή ας καθίσει και ας φάει».

****
Ο Χότζας ξεκουραζόταν κάτω από μια καρυδιά. Μπροστά του ήταν ένα μποστάνι με καρπούζια. Κοίταζε ο Χότζας τις καρπουζιές με τα λεπτά βλαστάρια και τα πελώρια καρπούζια, κοίταζε και την καρυδιά με τον χοντρό κορμό και τα μικρά καρύδια και μονολογούσε:
«Αχ, Αλλάχ, πώς τα 'φτιαξες έτσι τα πράγματα; Ανάποδα τα 'φτιαξες. Ένα τόσο δα βλασταράκι δίνει καρπό που δεν χωρά στην αγκαλιά και ένα τόσο χοντρό δέντρο φτιάχνει κάτι καρυδάκια μια σταλιά. Αν αυτό δεν είναι ανάποδο, τότε τι είναι;»
Δεν προλαβαίνει να αποσώσει την κουβέντα του και ένα καρύδι πέφτει από ψηλά στο κεφάλι του.
«Ωχ!» κάνει ο Χότζας και πετάγεται όρθιος. Τρίβει το κεφάλι του, κοιτάζει το καρύδι που είχε πέσει χάμω, κοιτάζει και τα καρπούζια λίγο παρακάτω και λέει:
«Δόξα να 'χει ο Αλλάχ! Ήξερε αυτός τι έκανε. Για φαντάσου να έσκαγε το καρπούζι στο κεφάλι μου!»

****
Ο Χότζας., αφού αγόρασε λαχανικά στην αγορά, τα έβαλε στο δισάκι του.
Ανεβαίνει στον γάιδαρό του για να επιστρέψει στο σπίτι του και πέρασε το δισάκι στο λαιμό του. Στον δρόμο τον συνάντησε κάποιος και τον ρώτησε γιατί δεν βάζει το δισάκι στο γάιδαρο, αντί να το σηκώνει αυτός στους ώμους του
- «Για να μην κουράσω περισσότερο το δυστυχισμένο τούτο ζώο»

****
Έδωσε κάποιος ένα πουκάμισο στο Χότζα να το πουλήσει στην αγορά.
Τούτο όμως ήταν κλεμμένο και το γνώριζε ο Χότζας.
Εκεί στην αγορά και μέσα στο πλήθος κάποιος έκλεψε το πουκάμισο από τον Χότζα.
Όταν επέστρεφε, τον ρώτησε εκείνος ο οποίος του είχε δώσει το πουκάμισο πόσο το πούλησε. Αυτός απεκρίθη
«Μεγάλη απραξία υπάρχει σήμερα στην αγορά και γι΄ αυτό το πούλησα όσο ήταν η αξία του, δηλαδή όσο το αγόρασες»

****
Μία μέρα, ο Νασρεδίν Χότζας κρατώντας τον γάιδαρο του από το χαλινάρι, περπατούσε, σέρνοντας τον από πίσω. Τον είδαν μερικά αγριόπαιδα και αποφάσισαν να τον κλέψουν χωρίς να το καταλάβει ο Χότζας.
Ένα απ΄ αυτά είπε στους συντρόφους του:
-«Εγώ θα τα καταφέρω αυτήν την δουλειά αλλά εσείς πρέπει, αμέσως όταν παραλάβω τον γάιδαρο, να πάτε να τον πουλήστε στην αγορά».
Και μετά απ΄ αυτά προχώρησαν προς τον Χότζα.
Αφού προχώρησαν λίγο, ο ένας απ΄ αυτούς έβγαλε το χαλινάρι απ΄ το κεφάλι του γάιδαρου και το έβαλε πάνω στο δικό του, εξακολουθώντας να περπατάει πίσω απ΄ τον Χότζα, με το χαλινάρι στο κεφάλι.
Οι άλλοι δύο αμέσως παρέλαβαν τον γάιδαρο και αμέσως πήγαν στην αγορά να τον πουλήσουν.
Μετά από λίγο έτυχε να γυρίσει ο Χότζας πίσω να δει κάτι και αντί τον γάιδαρο του, βλέπει έναν χαλιναρωμένο άνθρωπο.
-«Συ ποιος είσαι;» ρωτά ο Χότζας.
-«Εγώ είμαι ο γάιδαρος σας», είπε το αγριόπαιδο.«Εγώ και πριν γίνω γάιδαρος ήμουν άνθρωπος, αλλά επειδή μία μέρα δυσαρέστησα τους γονείς μου, αυτοί με καταράστηκαν και έγινα γάιδαρος. Πρώτα με πούλησαν σε ένα ψωμά, έπειτα σε κηπουρό και τελευταία με πήρατε εσείς. Προ λίγου, όπως με σέρνατε, με είδαν οι γονείς μου στον δρόμο, με λυπήθηκαν και παρακάλεσαν τον Θεό και ιδού αμέσως έγινα πάλι άνθρωπος».
Ο Χότζας, γεμάτος έκπληξη, έπιασε τα γενιά του. Και αφού σκέφθηκε λιγάκι είπε:
-«Αυτό που λες δεν είναι απίστευτο, αλλά δεν έπρεπε να συμβεί στις ημέρες μου. Πήγαινε λοιπόν παιδί μου στο καλό και άλλη φορά με δυσαρεστείς τους γονείς σου» και τον ελευθέρωσε.
Αλλά ο Χότζας είχε ανάγκη γαϊδάρου και πήγε στην αγορά να αγοράσει άλλον.
Εκεί βλέπει τον γάιδαρο του να περιφέρεται για πούλημα. Τον πλησιάζει ήσυχα ήσυχα και του λέει στο αυτί του:
-«Πάλι γάιδαρος έγινες; Πάλι δυσαρέστησες τους γονείς σου; Έλα λοιπόν πάλι στο αχούρι μου, διότι δεν είσαι για να γίνεις άνθρωπος» και αποδεικνύοντας ότι είναι δικός του τον παίρνει πάλι πίσω.

****
Μια νύχτα μάλωσε ο Χότζας με την γυναίκα του η οποία οργισμένη που ήταν, δίνει μία κλωτσιά στον Χότζα και τον κατρακύλησε κάτω από την σκάλα. Οι γείτονες ακούγοντας τον θόρυβο αυτό, όταν ξημέρωσε, ρώτησαν τον Χότζα τι συνέβη.
Αυτός απάντησε ότι μάλωσε με την γυναίκα του.
-«Πολύ καλά», είπαν αυτοί, «αλλά τόσος θόρυβος τι ήταν;»
-«Ενώ μαλώναμε με την γυναίκα μου,» είπε, «θύμωσε πολύ και με μια κλωτσιά κατρακύλησε το ράσο μου κάτω απ΄ την σκάλα».
Αλλά όταν τον παρατήρησαν ότι με το κατρακύλισμα του ράσου δεν ήταν δυνατόν να γίνει θόρυβος,
-«Ε!,» τους λέει, «τι στενοχωρήστε τόσο; Δεν καταλάβατε ότι βρέθηκα και εγώ μέσα στο ράσο;»

****
Μια φορά ο Χότζας λέει:
-«Ω πιστοί, ευχαριστήσατε τον ύψιστο Θεό, διότι δεν έκαμε τις καμήλες με φτερά; Αλλιώς θα κάθονται επάνω στα σπίτια μας και τους κήπους μας και θα γκρεμιζόντουσαν στα κεφάλια σας»

****
Μία μέρα μεταβαίνοντας ο Χότζας σε λουτρό και βλέποντας ότι κανείς δεν υπήρχε, στενοχωρήθηκε και άρχισε να τραγουδά.
Η φωνή του άρεσε και λέει στον εαυτόν του
-«Λοιπόν, τέτοια ωραία φωνή έχω εγώ;» και αμέσως αφού βγήκε απ΄ το λουτρό ανεβαίνει κατ΄ ευθείαν στο μιναρέ και ενώ ήταν μεσημέρι αρχίζει να αναγγέλλει προσευχή.
Κάποιος περαστικός ακούγοντας από τον μιναρέ να προσκαλεί ο Χότζας τους πιστούς στην προσευχή, είπε
-«Ω αμαθέστατε και με τέτοια ελεεινή φωνή προσκαλείς τους πιστούς;»
Ο Χότζας αμέσως ανταποκρίνεται
-«Ω άνθρωπε», του λέει, «αν βρισκόταν κανείς αγαθοεργός κι έκτιζε και δω πάνω κανένα λουτρό, θα με απάλλασσε από αυτήν την ελεεινή φωνή!»

****
Σε κάποιο ταξίδι του ο Χότζας μπαίνει να περάσει τη νύχτα του σ’ ένα παμπάλαιο χάνι. Πέφτει για ύπνο αλλά από το φόβο και την αγωνία του δεν μπορεί να κλείσει μάτι. Oλη νύχτα, από το ταβάνι ακούγονται θόρυβοι σαν να τρίζουν τα δοκάρια της σκεπής.
Το πρωί, πολύ νωρίς, κι ενόσω ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το ετοιμόρροπο κτήριο, συναντάει στην πόρτα τον ξενοδόχο. Του λέει για τους νυχτερινούς θορύβους και τον συμβουλεύει να πάρει κανένα μάστορα να του φτιάξει το ταβάνι. Ο άλλος, με δουλικό χαμόγελο, πασχίζει να δικαιολογήσει την κατάσταση στον άνθρωπο του Θεού.
«Χωρίς λόγο φοβήθηκες, Χότζα μου. Οι θόρυβοι που άκουσες ήταν οι φωνές του κτηρίου που δοξολογούσαν το Θεό! Εσύ, άλλωστε, ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πως όλα τα όντα του σύμπαντος υμνούν το Θεό διαρκώς και ακατάπαυστα!»
Κι ο Χότζας: «Μα ναί, φίλε μου, γι’ αυτό το λόγο ανησύχησα κι εγώ. Είπα, μήπως μετά τους ύμνους αρχίσει και τις μετάνοιες το ευλογημένο το ερείπιο!»

****
Η γυναίκα και ο γάιδαρός του ήταν οι μεγάλες αγάπες του Χότζα. Όμως, μέσα σε μια χρονιά έχασε και τους δύο.
Πρώτα πέθανε η γυναίκα του. Την πένθησε για λίγο και, πάνω που η ζωή του άρχισε να κυλάει κανονικά, χάνει και το αγαπημένο του ζωντανό.
Μετά το δεύτερο χαμό πια, ήταν απαρηγόρητος. Δεν έτρωγε, δε γελούσε, δε μίλαγε σε κανένα. Έμενε διαρκώς κλεισμένος στο σπίτι και πενθούσε.
Βλέποντάς τον οι συγχωριανοί του σ’ αυτή την κατάσταση είπαν, πως αν πάει έτσι το πράγμα, θα τον χάσουν. Ετοιμάζουν λοιπόν ο καθένας κι από ένα δωράκι: οι φημισμένες μαγείρισσες του χωριού φτιάχνουν μεζέδες και νόστιμα καλούδια, τα παιδιά μαζεύουν λουλούδια και μανιτάρια απ’ το δάσος κι όλοι μαζί έρχονται στο Χότζα να τον παρηγορήσουν και να τον παρακαλέσουν να σταματήσει πια αυτό το βαρύ πένθος και να βγει επιτέλους στον κόσμο. Στις μαύρες του ο Χότζας ανοίγει την πόρτα, τους καλωσορίζει κι ο καθένας του προσφέρει ό,τι έχει φέρει.
Σε μια στιγμή κάποιος τον ρωτάει «Χότζα μου, γιατί τόσο μεγάλη στενοχώρια για το γάιδαρό σου; Έτσι δεν πένθησες ούτε τη γυναίκα σου!»
«Πώς να μην πενθώ;» λέει με παράπονο. «Όταν πέθανε η γυναίκα μου, τρέξατε αμέσως όλοι, με παρηγορήσατε, μου είπατε πως ήταν θέλημα Θεού και να μη στενοχωριέμαι, μου υποσχεθήκατε πως θα μου βρείτε άλλη γυναίκα, και ξεκινήσατε να μου κάνετε προξενιά για να ξαναπαντρευτώ. Έτσι κι εγώ ξέχασα τον πόνο μου. Όταν όμως έχασα τον γάιδαρό μου, κανένας δεν ασχολήθηκε μαζί μου. Ούτε με παρηγορήσατε, ούτε καινούργιο γάιδαρο μου τάξατε!»

****
Χάζευε μια μέρα ο Χότζας στο παζάρι του χωριού και βλέπει κόσμο μαζεμένο γύρω από έναν τσαρλατάνο που προσπαθούσε να πουλήσει ένα σπαθί ισχυριζόμενος πως είναι μαγικό γιατί κάποτε ανήκε σε κάποιον άγιο.
«Όταν το κρατάς στο χέρι και πολεμάς τους απίστους, το μήκος του τριπλασιάζεται» φώναζε.
Ο κόσμος άκουγε με προσοχή, μερικοί έπαιρναν στα χέρια το σπαθί και το περιεργάζονταν, ενώ κάποιοι έδειχναν έτοιμοι ακόμα και να πληρώσουν αδρά για να το αποκτήσουν
Τι να κάνει ο Χότζας για να τους ξυπνήσει; Τρέχει σπίτι του, αρπάζει τη μασιά από το τζάκι κι επιστρέφει στο παζάρι. Στέκεται απέναντι από το σημείο όπου τσακώνονταν για το ποιος θα χρυσοπληρώσει πρώτος το μαγικό όπλο του αγίου κι αρχίζει να φωνάζει. "Μαγική μασιά, μαγική μασιά! Ανήκει στην αγία γυναίκα μου. Όταν μου την πετάει μέσα τον καβγά το μήκος της τετραπλασιάζεται. Πάντα με πετυχαίνει, πότε στην πλάτη, πότε στο κεφάλι, δε λαθεύει ποτέ. Εδώ η μαγική μασιά!»

****
Μια μέρα ο Χότζας παίρνει λίγη μαγιά γιαουρτιού και πηγαίνει στη μεγάλη λίμνη του Ακσεχίρ, της πόλης που ζει. Προσθέτει λίγο νερό από τη λίμνη στη μαγιά και, σιγά σιγά με το κουτάλι, αρχίζει να ρίχνει τη μαγιά στη λίμνη ανακατεύοντάς την με τα νερά όπως ακριβώς κάνουν οι γιαουρτάδες με το χλιαρό γάλα.
Περνάει κάποιος από κει, τον βλέπει και ρωτάει τι κάνει στα νερά της λίμνης με το κουτάλι στο χέρι.
«Ρίχνω μαγιά στη λίμνη να την κάνω γιαούρτι» του απαντάει
Έκπληκτος ο άλλος, «μα Χότζα μου, τη μαγιά τη βάζουμε στο γάλα, όχι στο νερό. Είναι δυνατόν να γίνει γιαούρτι όλη η λίμνη;» του λέει, αγνοώντας το επαναστατικό πνεύμα του Χότζα.
«Μωρέ, αυτά που ξέρεις εσύ, τα ξέρω κι εγώ. Σκέψου όμως να πιάσει η μαγιά!»

****
Έρχεται μια μέρα μια κυρία και του ζητάει να της προτείνει κάτι για το παιδάκι της που δεν κοιμάται τα βράδια. Ο Χότζας πηγαίνει στο σεντούκι όπου φυλάει τα βιβλία και βγάζει από μέσα έναν ογκώδη τόμο φιλοσοφικού περιεχομένου.
«Δώσε του αυτό το βιβλίο και σίγουρα θα κοιμηθεί. Όποτε το διαβάζουν οι μαθητές μου, τους παίρνει αμέσως ο ύπνος».

****
Την εποχή του Χότζα οι ιερείς δεν ήταν υπάλληλοι και δεν πληρώνονταν από το κράτος ζούσαν με τις ελεημοσύνες των πιστών της ενορίας, μ’ αυτά που λέμε «τυχερά».
Κάποτε ο Χότζας υπηρετούσε σε μια ενορία με πολύ τσιγκούνηδες ανθρώπους που "δεν έδιναν τ’ αγγέλου τους νερό", πόσο μάλλον μπαξίσι στον ιερέα. Υπέφερε ο καημένος αλλά, παρόλα αυτά, συνέχιζε με συνέπεια το πνευματικό του έργο.
Μιά μέρα στο κήρυγμα του, ανέφερε στους πιστούς πώς, σύμφωνα με την ισλαμική θρησκεία, ο Ιησούς είναι ένας από τους προφήτες του Αλλάχ. Μετά το τέλος του κηρύγματος έρχεται μια κυρία και τον ρωτάει: «Χότζα μου, είπες πως ο προφήτης Ιησούς ζει στο τέταρτο επίπεδο του ουρανού. Απορώ τί βρίσκει να φάει και να πιει εκεί πάνω, που δεν υπάρχει τίποτα εκτός από αέρα;»
Ο Χότζας, ξέροντας πως η κυρία είναι η καλύτερη μαγείρισσα της ενορίας αλλά αυτός ούτε ένα ντολμαδάκι από τα χέρια της δεν έχει δοκιμάσει, «κυρά μου, εδώ δε σκέφτεσαι τί τρώει και τί πίνει ο Χότζας που ζει δίπλα σου και σκέφτεσαι τον Προφήτη που ζει στον τέταρτο ουρανό;» απαντάει με πικρία.

****
Πολλές φορές η υπερβολή είναι κομμάτι της καθημερινότητας. Στην παρέα, όταν μάλιστα γίνεται χρήση ποτού και ναργιλέ, συχνά λέγονται τα πιο απίστευτα πράγματα.
Ο Χότζας κάθεται ένα μεσημέρι με την παρέα του κι έτσι που τρώνε, πίνουν και καπνίζουν, λέγοντας ο καθένας ό,τι του κατέβει, παίρνει φόρα και ισχυρίζεται πολύ σοβαρά πως είναι άγιος.
«Αν είσαι άγιος, κάνε ένα θαύμα» του φωνάζει κάποιος.
«Πείτε τί θέλετε κι εγώ θα το κάνω» απαντάει αυτός.
«Να διατάξεις το βουνό να έρθει εδώ μπροστά μας!»
Ο Χότζας, με ύφος Μωυσή, σηκώνεται από τη θέση του, πηγαίνει στο παράθυρο και καλεί το βουνό να σηκωθεί και να έρθει αμέσως κοντά του. Το βουνό όμως δε συνεργάζεται και, πριν αρχίσουν οι υπόλοιποι να αμφισβητούν την αγιοσύνη του, ο Χότζας πηδάει από το παράθυρο και παίρνει το δρόμο κατά ’κει.
«Που πας, Χότζα μου;» του φωνάζουν οι φίλοι του.
«Αφού δεν πάει το βουνό στο Μωάμεθ, πάει ο Μωάμεθ στο βουνό!» απαντάει εκείνος.

****
Ένας μικρός στάβλος κι ο αγαπημένος του γάιδαρος ήταν η μόνη περιουσία του Χότζα. Η γυναίκα του όμως τον έτρωγε να πάρουν μια αγελάδα.
«Ν’ αγοράσουμε, Χότζα μου μια αγελάδα! Και το φρέσκο γάλα μας θα έχουμε κάθε μέρα, και θα φτιάχνουμε τα δικά μας τυριά.»
«Δε χωράει ο στάβλος δύο ζώα, μωρέ γυναίκα, είναι μικρός» της έλεγε εκείνος.
Πες πες αυτή όμως τον έπεισε. Πάει ο Χότζας στο παζάρι, αγοράζει μια αγελάδα και τη βάζει στο στάβλο μαζί με το γάιδαρο.
Ο καιρός περνάει κι ο Χότζας παρατηρεί με λύπη πως ο γάιδαρος, στριμωγμένος στη γωνιά του, υποφέρει από την τεράστια αγελάδα .
«Θεούλη μου, δεν μπορείς να πάρεις την ψυχή αυτής της αγελάδας να ηρεμήσει πια ο γαϊδαράκος μου;» παρακαλεί το Θεό καθημερινά.
Ώσπου μια μέρα ανοίγει την πόρτα του στάβλου και τί να δει! Το γάιδαρο ψόφιο στο πάτωμα και την αγελάδα δίπλα του να μασουλάει ανέκφραστη τα άχυρά της. Πολύ στενοχωρημένος, πιάνει το ψόφιο ζώο από την ουρά, το σέρνει έξω και πηγαίνοντάς το να το θάψει κοιτάζει προς τον ουρανό κουνώντας το κεφάλι του.
«Τί να σου πω; Τόσα χρόνια Θεός και δεν έχεις μάθει να ξεχωρίζεις το γάιδαρο από την αγελάδα!» λέει στον παντοδύναμο.

****
Του λένε μια μέρα πως η γυναίκα του τριγυρνάει διαρκώς κι όλο επισκέψεις κάνει.
«Μπά, δεν το πιστεύω. Αν πράγματι ήταν έτσι, θα πέρναγε κι από το σπίτι καμιά φορά» απαντάει ο Χότζας, αλλά οι φίλοι του επιμένουν.
«Κοίτα, καημένε, να της πεις να κάθεται στο σπίτι της» του λένε.
«Εντάξει! Άν τύχει και τη συναντήσω, θα της το πω».

****
Ένα βράδυ που είχε τρυφερές διαθέσεις ο Χότζας, για ν’ ανοίξει κουβέντα ρωτάει τη γυναίκα του:
«Χανουμάκι μου γλυκό, το γείτονα μας τον Μεμέτ, τον παπουτσή, πώς τον λένε;»
Φαίνεται πως η χανούμισσα δεν είχε και πολύ διάθεση κι απάντησε κοφτά:
«Μόνος σου το είπες, Μεμέτ τον λένε.»
«Συγγνώμη, γλυκιά μου, τι δουλειά κάνει, ήθελα να πω.»
«Παπουτσής! Αφού εσύ το είπες, τί με ρωτάς;»
«Αχ, πάλι λάθος έκανα! Ήθελα να ρωτήσω πού μένει, ψυχή μου!»
«Θα μας τρελάνεις, αφέντη! Γείτονάς μας δεν είπες πως είναι;»
Μετά τη χαριστική βολή ο Χότζας παραδίνει τα όπλα και, γυρίζοντας από την άλλη πλευρά του κρεβατιού, μουρμουρίζει χολωμένος:
«Αμάν ρε γυναίκα, ώρες ώρες δε μιλιέσαι!»

****
Είναι με την παρέα του ο Χότζας κι αρχίζουν να τρώνε και να πίνουν. Δεν έχουν όμως μουσικούς και, ανατολίτικο φαγοπότι χωρίς μουσική δε γίνεται. Σκέφτονται τι μπορούν να κάνουν και σε μια στιγμή ρωτούν το Χότζα αν ξέρει να παίζει μπαγλαμά.
«Φυσικά και ξέρω!» απαντάει.
Του δίνουν έναν μπαγλαμά και περιμένουν να παίξει για να συνοδέψουν το σκοπό με τραγούδι. Πιάνει αυτός την πένα κι αρχίζει να βαράει τις χορδές.
«Τι κάνεις, Χότζα μου, δεν παίζουν έτσι μπαγλαμά!» του φωνάζει κάποιος. «Με το δεξί χτυπάς τις χορδές και με το αριστερό ψάχνεις πάνω κάτω τις νότες!»
«Αυτοί που ψάχνουν πάνω κάτω τις νότες είναι αρχάριοι? δεν τις έχουν μάθει ακόμα. Εγώ τις νότες τις έχω βρει, δεν χάνω χρόνο στο ψάξιμο!»

****
Έσφαξε μια χήνα ο Χότζας, την έψησε στο φούρνο, φορτώθηκε το ταψί και ξεκίνησε να την πάει ρεγάλο στο σουλτάνο. Στο δρόμο όμως, έτσι όπως μοσχοβολούσε το κρέας, πολύ το ορέχτηκε. Διακριτικότατα τσιμπάει ένα κομματάκι από το μπούτι, το τρώει και τρελαίνεται από τη νοστιμιά.
«Μωρέ τι ωραία που την έψησα!» μονολογεί και, πολύ επιδέξια κόβει όλο το μπούτι και το καταβροχθίζει.
Μόλις όμως συνειδητοποιεί τι έκανε, πιάνει το ψητό, το αναποδογυρίζει και βάζει την πειραγμένη μεριά από κάτω, ελπίζοντας ότι ο σουλτάνος θα φάει το μπούτι που φαίνεται, θα χορτάσει, και δεν θα αναζητήσει το δεύτερο.
Για κακή του τύχη όμως ο αγαπημένος μεζές του Ταμερλάνου είναι τα μπούτια και, μόλις τρώει το ένα, αναποδογυρίζει το ψητό αναζητώντας και το δεύτερο.
Φυσικά δεν το βρίσκει και βγαίνει από τα ρούχα του.
«Χότζα, το δεύτερο μπούτι τί τό ’κανες;»
Ο φουκαράς ξεφούρνισε ό,τι του κατέβηκε εκείνη τη στιγμή.
«Ξέρεις, πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, εδώ στα μέρη μας οι χήνες έχουν μόνο ένα πόδι!»
Ο Μογγόλος σηκώνεται από το θρόνο του, παίρνει το Χότζα από το χέρι και τον πάει στη βρύση του χωριού, όπου μαζεύονταν οι χήνες. Ήταν μια παγωμένη χειμωνιάτικη μέρα και τα πουλιά είχαν χώσει το ένα τους πόδι μέσα στο φτέρωμά τους για να το ζεστάνουν όπως κάνουν όλα τα νηκτικά πτηνά. Όλες λοιπόν οι χήνες στέκονταν στο ένα τους ποδάρι.
Βλέποντάς τις ο Χότζας παίρνει θάρρος και λέει στο σουλτάνο: «Βλέπεις και μόνος σου, άρχοντά μου! Οι χήνες έχουν μόνο ένα πόδι!»
Ο Ταμερλάνος διατάζει έναν απ’ τους παρευρισκόμενους να πετάξει τη μαγκούρα του στις χήνες. Τα πουλιά τρομοκρατημένα τρέχουν ξεφωνίζοντας δεξιά κι αριστερά με τα δυο τους πόδια φυσικά.
«Τί έχεις να πεις τώρα, Χότζα; Οι χήνες έχουν ένα πόδι;» τον ρωτάει σαρκαστικά ο σουλτάνος.
«Πολυχρονεμένε μου, αν αυτή η μαγκούρα έπεφτε πάνω στο δικό σου το κεφάλι, τώρα θα έφευγες με τα τέσσερα. Αυτό όμως δε σημαίνει πως είσαι και τετράποδο!»

****
Ο Νασραντιν ανοιγει στον κηπο του μια βαθεια τρυπα και μετα την γεμιζει
με πετρες.Ο γειτονας το βλεπει και τού κανει ειρωνικα
-Χοτζα,καλα τις ξεφορτωθηκες τις πετρες,αλλα το χωμα που εβγαλες που θα
το βαλεις;
-ειναι απλο:θα ανοιξω μια τρυπα και θα το ριξω μεσα!
-μπραβο! αλλά δεν μού λες,το χωμα που θα βγαλεις απο την δευτερη
τρυπα,πού θα το βαλεις; θα ανοιξεις μηπως μια τριτη;
-κοιτα,μη μού ζαλιζεις τα αυτιά!....δεν αδειαζω να σού εξηγησω το σχεδιο
μου σε ολες του τις λεπτομερειες.

-Δεν υπάρχει κάτι που να μην μπορώ να το απαντήσω με την επιστήμη μου,
είπεένας λόγιος στον Νασραντίν.
-Κι όμως, πριν μια εβδομάδα ένας χωρικός μου έκανε μια ερώτηση που δεν
κατόρθωσα να απαντήσω, είπε ο Νασραντίν.
-Αν ήμουν εκεί θα του είχα απαντήσει, είπε ο λόγιος.
-Πολύ καλά λοιπόν. Με ρώτησε Τι γυρεύεις στο σπίτι μου, τρεις η ώρα το
πρωί.

Μια φορά κι έναν καιρό ο Χότζας πήγε στον μπακάλη και αγόρασε δυο αυγά
αλλά ξέχασε να πάρει τα χρήματα από το σπίτι και ο μπακάλης τού έδωσε τ'
αυγά με την προϋπόθεση ότι θα τα πληρώσει την άλλη μέρα.
Την επόμενη μέρα ξέχασε να πάει τα χρήματα και τα πήγε μετά από 10
μέρες. Ο μπακάλης τότε του ζήτησε πολλά χρήματα. Ο Χότζας ξαφνιάστηκε
και είπε :
- Για δυο αυγά να σε πληρώσω τόσα πολλά λεφτά;
- Αν αυτά τα δυο αυγά τα κλωσούσε η κότα θα γινόντουσαν πουλιά, τα
πουλιά θα γινόντουσαν κότες, οι κότες ξανά θα γεννούσαν άλλα πουλιά.....
Θύμωσε ο Χότζας κι έφυγε. Ο μπακάλης όμως δεν τον άφησε και τον έκανε
μήνυση. Όταν έφτασε η μέρα της δίκης, τον κάλεσαν να πάει στο
δικαστήριο. Ο Χότζας ήταν πολύ πονηρός κι άργησε να πάει. Όταν έφτασε
καθυστερημένος ο πρόεδρος τον ρώτησε :
- Γιατί άργησες βρε Χότζα;
- Με συγχωρείς κύριε πρόεδρε για την καθυστέρηση. Έβραζα σιτάρι για το
σπείρω αύριο.
- Τι κουταμάρες μας λες βρε Χότζα; Σπέρνεται το βρασμένο σιτάρι;
- Δε μου λες κύριε πρόεδρε, τα αυγά άμα τα βράσεις και τα φας γίνονται
κότες; Γίνονται πουλιά; Γεννούνε;
Ο πρόεδρος τον αθώωσε και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
ΒΙΚΥ ΔΡΥΜΟΥΡΑ: Ο Νασρεντίν Χότζα και οι έξυπνες διδακτικές ...

Ο Χότζας μια μέρα αγόρασε συκώτι και ενώ πήγαινε σπίτι του, τον συναντά
κάποιος φίλος του και τον ρωτάν πως θα το ψήσει.
Ο Χότζας είπε ότι θα το ψήσει όπως συνήθως όλος ο κόσμος το ψήνει.
-«Α! Όχι,, του λέει φίλος του. «Υπάρχει και ένα άλλος τρόπος να το
ψήσεις και τότε να δεις τι νόστιμο που θα γίνει»
Τότε ο Χότζας είπε: «Επειδή δεν μπορώ να κρατήσω στη μνήμη μου αυτότον
τρόπο, σε παρακαλώ να τον γράψεις σε ένα χαρτί, και διαβάζοντας, να το
ψήσω».
Ο Χότζας με εκείνη την όρεξη, ενώ έτρεχε στο σπίτι του, ένα γεράκι
αρπάζει το συκότι από τα χέρια του και πέταει ψιλά.
Ο Χότζας, χωρίς να στενοχωρηθεί, δείχνοντας στο γεράκι την συνταγή του
φίλου του είπε:
-«Άδικα κοπιάζεις, δεν θα καταλάβεις τίποτα από το φαγητό. Μου πήρες το
συκώτι αλλά όχι και την συνταγή!»

Μια μέρα οι γείτονες βλεπουν το Χοτζα να ριχνει ψίχουλα στην αυλή του.
Τον ρώτησαν,
-τι κάνεις εκεί;
-διώχνω τις τίγρεις.
-Μα γιατί; τίγρεις δεν υπάρχουν εδώ! και ο Χότζας απαντά:
-είδες τι αποτελεσματικό όπλο είναι να ρίχνεις ψίχουλα στην εξώπορτα;
διώχνει τις τίγρεις!

****
Μια καλοκαιριάτικη μέρα ο Νασρεντίν φόρτωσε το γαϊδούρι του με διάφορες
πραμάτειες και ξεκίνησε πρωί πρωί από το χωριό του για να της πάει στην
πόλη που είχε παζάρι και να τις πουλήσει. Στα μισά του δρόμου πείνασε
και σκέφτηκε να φάει το μισό από το καρπούζι που είχε πάρει μαζί του για
ώρα ανάγκης. Σταμάτησε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, χώρισε με το μαχαίρι
του το καρπούζι στα δύο κι ύστερα έκοψε την πρώτη φέτα. Την πιάνει με τα
δυο του χέρια, της δίνει μια μεγάλη βαθιά δαγκωνιά και: «φτου..», έκανε
με αηδία κι έφτυσε το καρπούζι στο χώμα, γιατί ήταν τελείως άγλυκο σαν
αγγούρι! Ύστερα πήρε όλο το καρπούζι και με φοβερό θυμό το σήκωσε ψηλά
και το πέταξε σε μια πέτρα, κάνοντάς το κομμάτια που σκόρπισαν γύρω από
την πέτρα. Και σαν μην έφτανε αυτό, πήγε πάνω από τα κομμάτια του
καρπουζιού και τα κατούρησε. Έτσι, αφού ξεθύμανε, καβάλησε το γαϊδούρι
του και πήγε στο παζάρι, στην πόλη. Η μέρα του πήγε πολύ καλά αφού
πούλησε όλη του την πραμάτεια και κατά το μεσημεράκι καβάλησε το
γαϊδούρι του και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Την ώρα του καταμεσήμερου
κι ενώ ο καλοκαιριάτικος ήλιος έκαιγε βασανιστικά, βρέθηκε να περνάει
δίπλα από το δέντρο όπου το πρωί είχε κομματιάσει το άνοστο καρπούζι.
Ένοιωθε τρομερή δίψα. Σταμάτησε το γαϊδούρι δίπλα στο δέντρο, και
κοίταξε το κομματισμένο καρπούζι που ήταν ακόμα εκεί κάτω από τη σκιά
του. Ξεκαβάλησε και πλησίασε τα κομμάτια του καρπουζιού. Γονάτισε,
διάλεξε ένα κομμάτι καρπουζιού που ήταν κάπως μακριά από την πέτρα και
στριφογυρίζοντας το στο χέρι του ψιθύρισε, «αυτό δεν το έχω κατουρήσει»
και το έφαγε. Ύστερα βρήκε ένα άλλο, «ούτε κι αυτό το έχω κατουρήσει»
είπε και το έφαγε. Ύστερα πήρε άλλο ένα, έπειτα κι άλλο ένα και
ψιθυρίζοντας πάντα, «αυτό δεν το έχω κατουρήσει», έφαγε όλο το
κομματιασμένο και κατουρημένο καρπούζι, και ξεδιψασμένος ανέβηκε στο
γαϊδούρι του και γύρισε ευχαριστημένος στο χωριό του.

Μια μέρα, εκεί που περπατούσε ο Νασρεντίν σ’ ένα στενό, ένας μάστορας
που έφτιαχνε τα κεραμίδια σε μια στέγη, γλίστρησε κι ήρθε
και…«προσγειώθηκε» πάνω στο Χότζα! Ο μάστορας δεν έπαθε τίποτα, αλλά ο
Νασρεντίν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με σπασμένο σβέρκο!
- Και τι δίδαγμα βγάζεις απ’ αυτό που σου συνέβη; τον ρώτησε ένας φίλος
του που πήγε να τον δει, κι ο Χότζας του απάντησε:
- Να μην το βάζεις κάτω πιστεύοντας στο αναπόφευκτο, ακόμα κι όταν μια
αιτία κάνει το αποτέλεσμα να μοιάζει αναπόφευκτο. Απέφευγε θεωρητικές
υποθέσεις, όπως, «όταν ένας άνθρωπος πέσει από μία στέγη, αναπόφευκτα θα
σπάσει τον σβέρκο του», γιατί όπως έδειξε αυτό που μου συνέβη, ο
μάστορας έπεσε από τη στέγη, αλλά το δικό μου σβέρκο έσπασε.

Ο Νασρεντίν έχασε τον γάιδαρό του και οι συχωριανοί του προσπαθούν να
τον παρηγορήσουν.
- Μπορεί να έχασες τον γάιδαρό σου, Νασρεντίν, αλλά δεν χρειάζεται να
στεναχωριέσαι περισσότερο απ’ όσο όταν έχασες την πρώτη σου γυναίκα.
- Αν θυμάστε, όταν έχασα την πρώτη μου γυναίκα, όλοι οι συγχωριανοί
είπατε: Θα σου βρούμε κάποια άλλη. Μέχρι τώρα όμως, κανένας δεν
προσφέρθηκε να αντικαταστήσει τον γάιδαρό μου!

Ο Νασρεντίν έστειλε ένα παιδί να φέρει νερό από την πηγή.
- Πρόσεξε να μην σπάσεις το σταμνί! του φώναξε και έδωσε ένα σκαμπίλι
στο παιδί.
Ένας περαστικός ρώτησε τον Νασρεντίν γιατί χτύπησε κάποιον που δεν έχει
κάνει τίποτα.
- Μα άνθρωπέ μου, είπε ο Νασρεντίν, θα ήταν ανώφελο να τιμωρήσω το παιδί
όταν θα είχε πια σπάσει το σταμνί, έτσι δεν είναι;

****
Κάποτε ο Χότζας έκανε έρανο για τους φτωχούς και πήγε σε ένα πλουσιόσπιτο
για να ζητήσει βοήθεια.
— Το αφεντικό μου δεν είναι εδώ. Έφυγε πριν από αρκετή ώρα, είπε ο
υπηρέτης.
Ο Χότζας που είχε δει κάποια κίνηση στο παράθυρο του είπε:
— Πες στο αφεντικό σου, την άλλη φορά που θα βγει, να μην ξεχάσει να
πάρει και το πρόσωπό του μαζί του!

Το πλοίο φαινόταν έτοιμο να βυθιστεί και οι συνταξιδιώτες του Νασρεντίν
που είχαν γελάσει με την προειδοποίηση του, ότι θα έπρεπε να ετοιμάσουν
τις ψυχές τους για τον άλλο κόσμο, έπεσαν στα γόνατα και ζητούσαν
βοήθεια. Στους θρήνους τους υπόσχονταν τι θα έκαναν αν σώζονταν.
- Σταθείτε φίλοι! φώναξε ο Νασρεντίν. Τι γενναιοδωρία κι αυτή για τα
υλικά σας αγαθά! Αποφεύγετε να δεσμευτείτε όπως κάνατε μέχρι τώρα στη
ζωή σας. Εμπιστευτείτε με. Νομίζω πως βλέπω ξηρά!

Ένας γείτονας ήθελε να δανειστεί το σχοινί του απλώματος των ρούχων.
- Λυπάμαι, είπε ο Νασρεντίν, αλλά το χρησιμοποιώ. Στεγνώνω το αλεύρι.
- Για το Θεό, πως μπορείς να στεγνώσεις αλεύρι πάνω στο σχοινί του
απλώματος;
- Είναι λιγότερο δύσκολο απ’ ότι νομίζεις αν δε θες να το δανείσεις…

Κάποιος ρωτά τον Νασρεντίν:
- Ποιά είναι η έννοια του πεπρωμένου, Χότζα μου;
- Εικασίες.
- Πως αυτό;
- Υποθέτετε πως τα πράγματα πρόκειται να πάνε καλά και δεν πηγαίνουν.
Αυτό το λέτε κακή τύχη. Υποθέτετε ότι τα πράγματα πρόκειται να πάνε
άσχημα και δεν πηγαίνουν. Αυτό το λέτε καλή τύχη. Υποθέτετε ότι κάποια
συγκεκριμένα πράγματα πρόκειται να συμβούν ή να μην συμβούν. Και σας
λείπει τόσο η διαίσθηση ώστε να μην γνωρίζετε τι πρόκειται να συμβεί.
Υποθέτετε πως το μέλλον είναι άγνωστο. Όταν αιφνιδιάζεστε αυτό το
ονομάζετε «Πεπρωμένο».

Ρώτησαν κάποτε τον Χότζα:
- Όταν γίνεται νέο φεγγάρι, τι το κάνουν το παλιό;
Κι απαντά ο Νασρεντίν:
- Το σπάζουν σε μικρά τεμάχια, και το κάνουν άστρα.

Ένας φίλος του Χότζα ζήτησε δανεικά μερικά χρήματα και λίγη προθεσμία.
Και η απάντηση του Χότζα:
- Χρήματα δεν μπορώ να σου δώσω, αλλά επειδή είσαι φίλος μου, προθεσμία
σου δίνω όσο θέλεις.

Ο Νασρεντίν αφού αγόρασε λαχανικά στην αγορά, τα έβαλε στο δισάκι του.
Ανεβαίνει στον γάιδαρό του για να επιστρέψει στο σπίτι του και πέρασε το
δισάκι στο λαιμό του.
Στον δρόμο τον συνάντησε κάποιος και τον ρώτησε γιατί δεν βάζει το
δισάκι στο γάιδαρο, αντί να το σηκώνει αυτός στους ώμους του.
- Για να μην κουράσω περισσότερο το δυστυχισμένο τούτο ζώο!

Μια χειμωνιάτικη νύχτα, που ο Νασρεντίν κοιμότανε στο σπίτι του με τη
γυναίκα του, ακούστηκε έξω στο δρόμο ένας γέρος καβγάς.
Ο Νασρεντίν, που είχε τη συνήθεια να χώνεται πάντα στις υποθέσεις των
άλλων, για να βρίσκει την ευκαιρία να ξοδεύει το πνεύμα του, δεν άντεξε
στον πειρασμό κι αποφάσισε να βγει στο δρόμο και να δει τι συμβαίνει.
Στη βιασύνη του, έτσι γυμνός όπως ήταν, τυλίχτηκε με το πάπλωμα και βγήκε.
Αυτοί που είχανε στήσει τον καβγά, μόλις είδαν τον αγουροξυπνημένο
Χότζα, σταμάτησαν τη συμπλοκή, ρίχτηκαν απάνω του, του άρπαξαν το
πάπλωμα και εξαφανίστηκαν.
Το πάθημα του Χότζα ήταν απροσδόκητο. Ντροπιασμένος, γύρισε την κάμαρα
του και μόλις πήγε να ξαναχωθεί στο κρεβάτι του, άκουσε αδυσώπητη την
ερώτηση της γυναίκας του:
- Γιατί μάλωναν, Χότζα μου;
- Άστα γυναίκα. Ο καβγάς ήτανε για το πάπλωμα!

****
Βρήκαν τον Χότζα στην κοινοτική σιταποθήκη να χύνει στάρι από τα πιθάρια
των γειτόνων του στο δικό του και τον πήγαν στα δικαστήρια.
- Είμαι ανόητος, δεν ξεχωρίζω το στάρι τους από το δικό μου, ισχυρίστηκε.
- Τότε γιατί δεν έχυσες καθόλου στάρι από τα δικά σου πιθάρια στα δικά
τους; απάντησε ο δικαστής.
- Α! Μα ξεχωρίζω το στάρι μου από το δικό τους, δεν είμαι και τόσο ανόητος!

****
Η γυναίκα του Νασρεντίν Χότζα τού έλεγε πολύ άσχημα λόγια. Ήταν πολύ
θυμωμένη, απότομη, επιθετική, βίαιη, έτοιμη να εκραγεί. Και ο Νασρεντίν
απλώς καθόταν και άκουγε.
Τότε, ξαφνικά, εκείνη γύρισε προς το μέρος του και του είπε:
- Λοιπόν, πάλι διαφωνείς μαζί μου.
Ο Χότζας είπε:
- Μα, δεν είπα ούτε λέξη, της λέει ο Νασρεντίν.
- Το ξέρω, αλλά ακούς με μεγάλη επιθετικότητα, απάντησε η γυναίκα του.

Κάποτε που ο Νασρεντίν έκανε χρέη δικαστή, του έτυχε να δικάσει μια
περίεργη υπόθεση απάτης.
- Ο κατηγορούμενος Χότζα μου, άρχισε να λέει ο μηνυτής, ήρθε μια μέρα
και μου ζήτησε τον γάιδαρό μου για να μεταφέρει κάτι εμπορεύματα στην
πόλη και να μου τον επιστρέψει την επόμενη μέρα. Κι επειδή ήταν φίλος
και γείτονας του τον δάνεισα. Την άλλη μέρα το απόγευμα, έρχεται σπίτι
μου χωρίς το γάιδαρό μου και μου λέει ότι τον δάγκωσε ένα φίδι και
ψόφησε. Εντάξει, του λέω, αλλά πρέπει να μου τον πληρώσεις γιατί ψόφησε
στα χέρια σου. Κι εκείνος μου απάντησε ότι δεν μου δίνει πεντάρα κι
έφυγε. Δεν έχω δίκιο να ζητάω να μου τον πληρώσει;
- Δίκιο έχεις, απάντησε ο Νασρεντίν κι ύστερα γυρνώντας στον
κατηγορούμενο τον ρώτησε:
- Τι έχεις να πεις εσύ γι’ αυτό που σε κατηγορεί;
- Εγώ Χότζα μου, επειδή αυτός ο άνθρωπος ήταν φίλος και γείτονάς μου,
πήγα και του ζήτησα τον γάιδαρό του για να κουβαλήσω κάτι εμπορεύματα
για πούλημα στην πόλη. Τη νύχτα, όμως, καθώς γυρίζαμε πίσω δάγκωσε το
γάιδαρο του φίλου μου ένα φίδι κι εκείνος ψόφησε. Μόλις έφτασα το πρωί
περπατώντας στο χωριό, πήγα κατ’ ευθείαν στο σπίτι τού φίλου μου, του
είπα τι έγινε κι εκείνος μου ζήτησε να του δώσει λεφτά να πάρει
καινούργιο. Αλλά αφού δεν έφταιγα εγώ και τον γάιδαρο θα μπορούσε να τον
είχε δαγκώσει φίδι κι όταν τον είχε εκείνος, αρνήθηκα να του τον
πληρώσω. Δίκιο δεν έχω;
- Κι εσύ δίκιο έχεις, απάντησε ο Νασρεντίν.
Και τότε φώναξε κάποιος από το ακροατήριο:
- Μα Χότζα μου, τι λες; Δεν μπορεί να έχουν και οι δύο δίκιο!
- Κι εσύ δίκιο έχεις, απάντησε ο Νασρεντίν.

****
Η πείνα έκανε τον Χότζα να γίνει λαθρέμπορος. Σιγά σιγά όμως αυτό
διαδόθηκε και οι υπάλληλοι στο τελωνείο άρχισαν να του κάνουν
εξονυχιστικούς ελέγχους: σωματικό έλεγχο στον ίδιο και, παράλληλα,
ξεφόρτωναν και τον γάιδαρό του, έψαχναν τον σανό, άνοιγαν το σαμάρι,
αλλά, δυστυχώς γι’ αυτούς, ποτέ δεν μπορούσαν να βρουν τίποτα.
Ο Χότζας όμως πλούταινε κάθε μέρα και πιο πολύ και, σε μερικά
χρόνια, είχε αρκετά χρήματα για να πάει σε άλλη χώρα και να ζει πάμπλουτος.
Εκεί, μετά από πολύ καιρό, τον συνάντησε κατά τύχη κάποιος παλιός
αξιωματικός από το τελωνείο και τον ρώτησε:
— Τώρα δεν έχει καμιά σημασία βέβαια, Χότζα, αλλά είμαι περίεργος να
μάθω πού έκρυβες τα λαθραία χρυσαφικά, ασημικά και διαμαντικά και δεν
μπορούσαμε να τα βρούμε όσο κι αν ψάχναμε.
— Δεν έκανα λαθρεμπόριο κοσμημάτων, αλλά γαϊδάρων! είπε
αποστομωτικά εκείνος.

****
Ο Νασρεντίν καθόταν στην όχθη ενός ποταμού, όταν κάποιος που βρισκόταν στην άλλη όχθη του φώναξε:
- Έι! Πως θα έρθω απέναντι;
- Μα είσαι απέναντι, του απάντησε ο Νασρεντίν.

****
Μία νύχτα ο Νασρεντίν είδε στον ύπνο του ότι του χάρισαν 9 γρόσια. Ενώ
στον ύπνο του φιλονικεί και απαιτεί να συμπληρωθούν και γίνουν 10,
ξύπνησε και βλέπει ότι δεν είχε τίποτα στα χέρια του. Αμέσως κλείνει τα
μάτια του και απλώνει τα χέρια του λέγοντας:
- Δώσε μου και ας είναι εννέα γρόσια.

Ο Νασρεντίν έφερε στην αγορά τον γάιδαρό του και τον παρέδωσε στον
κήρυκα. Ήρθε ένας αγοραστής και παρατηρεί τα δόντια του να καταλάβει την
ηλικία του, αλλά ο γάιδαρος τον δάγκωσε. Ήρθε άλλος αγοραστής και σήκωσε
την ουρά του. Αλλά και τούτον κλώτσησε. Τότε ο κήρυκας είπε στον Χότζα:
– Τούτον τον γάιδαρο κανείς δεν τον αγοράζει, διότι και εκείνον που
περνά από εμπρός του τον δαγκώνει, και εκείνος που πηγαίνει από πίσω του
τον κλωτσά.
- Και καλά έκανε, διότι εγώ δεν τον έφερα να τον πουλήσω, είπε ο
Νασρεντίν, αλλά να μάθει ο κόσμος τι έχω τραβήξει απ αυτόν έως τώρα!

Μια μέρα μερικοί πιτσιρικάδες προσπαθούσαν να μοιράσουν καρύδια, που
είχαν σε ένα σακί. Αλλά δεν συμφωνούσαν και ξέσπασε ανάμεσά τους μεγάλος
καβγάς. Στο τέλος αποφάσισαν να πάνε στον Νασρεντίν Χότζα που είχε φήμη
ανθρώπου δίκαιου, να κάνει αυτός τη μοιρασιά.
- Θέλετε να σας τα μοιράσω με τον τρόπο που μοιράζει τα πράγματα ο Θεός
ή με τον τρόπο που τα μοιράζουν οι άνθρωποι;
- Με τον τρόπο που μοιράζει ο Θεός, ο Θεός!
Ο Νασρεντίν πήρε το μισό σακί, πάνω από διακόσια καρύδια, και τα έδωσε
στον πρώτο. Στο δεύτερο έδωσε μόνο δύο καρύδια. Στον τρίτο έδωσε είκοσι.
Οι πιτσιρικάδες άρχισαν να φωνάζουν.
- Τι κάνεις εκεί πέρα; Εμείς θέλουμε να πάρει καθένας τα ίδια.
Αλλά ο Νασρεντίν δεν καταλάβαινε τίποτα.
- Μόνο οι αφελείς πιστεύουν σε τέτοιες ανοησίες. Ο Θεός μοιράζει τα
πράγματα όπως εγώ σας μοιράζω τώρα τα καρύδια.

Ο Νασρεντίν είχε χάσει το κλειδί του σπιτιού του. Πήγε κάτω από μια
κολόνα που έφεγγε ένας φανός κι έψαχνε μέσα στη νύχτα, κάνοντας μεγάλη
φασαρία. Μαζεύτηκε κόσμος κι όλοι ήθελαν να τον βοηθήσουν. Άρχισαν να
ψάχνουν κι αυτοί μαζί του.
- Πες μου Χότζα, τον ρώτησε στο τέλος κάποιος, είσαι σίγουρος πως έχασες
το κλειδί εδώ, σ’ αυτό το μέρος;
- Όχι, απάντησε ο Νασρεντίν, αλλά μόνο εδώ έχει φως. Εγώ θέλω πάντα να
βλέπω τι κάνω.

Μια φορά ο Νασρεντίν ανέβηκε στον άμβωνα να διδάξει. Καθώς μιλούσε, ρωτάει:
- Ω πιστοί! Καταλαβαίνετε αυτά που σας λέω;
- Όχι! αποκρίθηκε ο κόσμος.
- Αφού δεν καταλαβαίνετε, τότε τι κάθομαι και μιλάω; απάντησε ο
Νασρεντίν και κατέβηκε απ’ τον άμβωνα.
Μια άλλη φορά που ανέβηκε στον άμβωνα, ενώ δίδασκε ξανάκανε την ίδια
ερώτηση:
- Ω πιστοί! Καταλαβαίνετε αυτό που σας λέω;
- Ναι, απάντησαν αυτοί.
- Αφού το καταλαβαίνετε, είναι περιττό να σας το διδάξω, είπε
κατεβαίνοντας και πάλι απ΄ τον άμβωνα.
Απόρησε τότε ο κόσμος και αποφασίζει όταν πάλι ανέβει ο Νασρεντίν στον
άμβωνα και ρωτήσει, άλλοι θα απαντήσουν ότι το γνωρίζουν και άλλοι ότι
δεν το γνώριζαν. Έτσι, όταν ο Νασρεντίν κάποια άλλη μέρα ανέβηκε και
πάλι στον άμβωνα, έκανε την ίδια ερώτηση:
- Ω πιστοί! Καταλαβαίνετε αυτό που σας λέω;
Οι ακροατές απάντησαν άλλοι ότι γνώριζαν και άλλοι ότι δεν γνώριζαν. Ο
Νασρεντίν τότε κατεβαίνει απ’ τον άμβωνα και λέει:
- Αυτοί που το κατάλαβαν, ας διδάξουν εκείνους που το αγνοούν!

Ο Νασρεντίν αποφάσισε ένα ηλιόλουστο πρωινό να κάνει έναν όμορφο
περίπατο κατά την θάλασσα. Καθώς πλησίαζε στη προκυμαία άκουσε φωνές και
είδε πολύ κόσμο συγκεντρωμένο να χειρονομεί και να τρέχει πάνω κάτω.
Πλησίασε πιο κοντά και είδε έναν άνθρωπο που είχε πέσει κατά λάθος στο
νερό. Όπως δεν ήξερε κολύμπι, κτυπούσε πανικόβλητος χέρια και πόδια,
χανόταν μέσα στο κύματα και όποτε κατόρθωνε να βγάλει λίγο το κεφάλι του
καλούσε μισοπνιγμένος σε βοήθεια.
Οι άνθρωποι έσκυβαν όσο μπορούσαν πάνω από το νερό και του φώναζαν:
- Δώσε μας το χέρι σου! Δώσε μας το χέρι σου!
Τίποτα αυτός! Σαν να ήταν κουφός συνέχιζε να χτυπιέται. Οι άνθρωποι όλο
και πλήθαιναν γύρω του και του φώναζαν όλο και πιο δυνατά:
- Βρε άνθρωπε, δεν ακούς; Δώσε μας το χέρι σου! Θα πνιγείς!
Τίποτα αυτός.
Κάποια στιγμή, μέσα στο πανικό και την αγωνία που επικρατούσε, επειδή
κανείς δεν ήθελε να πνιγεί ο άνθρωπος αυτός, αλλά και κανείς δε μπορούσε
να κάνει τίποτα περισσότερο, κάποιος πήρε είδηση τον Νασρεντίν που
παρακολουθούσε ατάραχος τη σκηνή.
Να ο Χότζας, αναφώνησε το πλήθος. Κάντε χώρο να κάνει κάτι. Σίγουρα θα
ξέρει αυτός τι να κάνει, σαν άνθρωπος του Θεού που είναι.
Αμέσως τότε όλοι έκαναν χώρο και ο Νασρεντίν έσκυψε στο νερό και κάτι
είπε σιγανά στον μισοπνιγμένο. Αμέσως τότε εκείνος έδωσε το χέρι του και
ο Νασρεντίν το έπιασε και τον έσυρε έξω.
Οι άνθρωποι έμειναν τότε με ανοιχτό το στόμα.
- Βρε, είπαν! Βρε Χότζα μας, καλέ μας Χότζα, τι του είπες του ανθρώπου
και σου έδωσε το χέρι σου; Εδώ τόση ώρα εμείς του φωνάζουμε να μας δώσει
το χέρι του και δε το έκανε. Τώρα γιατί άκουσε εσένα και όχι εμάς;
- Εγώ δε του είπα να μου δώσει το χέρι του, απάντησε ήρεμα ο Χότζας.
- Τι του είπες λοιπόν, ρώτησαν οι άνθρωποι περίεργοι.
- Εγώ του είπα «πάρε το χέρι μου», είπε ο Νασρεντίν.

Μια μέρα, ο βασιλιάς αποφάσισε όλοι οι υπήκοοί του να λένε την αλήθεια.
Στήθηκε μια κρεμάλα έξω από τις πύλες τις πόλεις και ανακοινώθηκε ότι
όποιος μπαίνει στην πόλη οφείλει να απαντήσει ειλικρινά σε μια ερώτηση
που θα του γίνει.
Ο Νασρεντίν ήταν πρώτος. Ο λοχαγός της φρουράς τον ρώτησε:
- Που πας; Πες την αλήθεια αλλιώς θα εκτελεστείς.
- Πάω να πεθάνω στην κρεμάλα, είπε ο Νασρεντίν.
- Δεν σε πιστεύω.
- Πολύ καλά, αν σου είπα ψέματα να με κρεμάσεις!
- Ναι, αλλά τότε θα είχες πει την αλήθεια!
- Ακριβώς. Την δική σου αλήθεια.

Ο Νασρεντίν ερέθιζε συνεχώς τους φίλους του με την αιώνια αισιοδοξία
του. Όσο άσχημη κι αν ήταν μια κατάσταση, εκείνος έλεγε πάντοτε:
- Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι χειρότερο.
Για να τον θεραπεύσουν από αυτή του την ενοχλητική συνήθεια, οι φίλοι
του αποφάσισαν να του παρουσιάσουν μια κατάσταση τόσο μαύρη, τόσο
ζοφερή, που να μην μπορούσε ο Νασρεντίν να βρει καμία ελπίδα σ’ αυτήν.
Μια μέρα, ένας απ’ αυτούς τον πλησίασε στο καφενείο και του είπε:
- Νασρεντίν, άκουσες τι συνέβη στον Αλί; Χθες βράδυ, πήγε στο σπίτι του,
βρήκε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με έναν άλλο άντρα, τους σκότωσε και
τους δύο κι ύστερα αυτοκτόνησε.
- Τρομερό, θα μπορούσε όμως να είχε συμβεί κάτι χειρότερο, είπε ο Νασρεντίν.
- Τι στα κομμάτια θα μπορούσε να είχε συμβεί, που να ήταν χειρότερο απ’
αυτό;
- Αν είχε συμβεί προχθές, τώρα θα μπορούσα να είμαι εγώ ο σκοτωμένος.

Ένας ξένος φάνηκε στην πόλη, έδειξε ένα πουγκί και είπε ότι είναι γεμάτο
διαμάντια και θα τα δώσει σε όποιον του δώσει την ευτυχία. Τον στέλνουν
στον Νασραντίν Χότζα.
Βρίσκει το Νασρεντίν αραχτό κάτω από ένα δέντρο, να το έχει ρίξει στον ύπνο.
- Αυτά τα διαμάντια θα τα δώσω σ΄ όποιον μου δώσει την ευτυχία, του λέει.
Ο Νασρεντίν σηκώνεται, ξεσκονίζεται, αρπάζει το πουγκί και εξαφανίζεται!
Ο πλούσιος ξεσήκωσε όλο τον κόσμο για να βρει τον κλέφτη Νασρεντίν.
Τίποτα. Απογοητευμένος, επιστρέφει στο δέντρο να πάρει το άλογο να φύγει.
Εκεί, βλέπει το Νασρεντίν με προσκέφαλο την ίδια πέτρα να βρίσκεται στο
επόμενο ημίχρονο του μεσημεριού. Ορμάει πάνω του, αλλά αυτός βγάζει το
πουγκί και του το δίνει πίσω, λέγοντας:
- Ορίστε, η ευτυχία σου!

Ο Νασρεντίν βρέθηκε κάποτε σε μια γειτονική πόλη στην οποία κανείς δεν
τον γνώριζε.
Αφού τέλειωσε τις δουλειές του, πριν πάρει τη στράτα του γυρισμού
σκέφτηκε να πάει να κάνει ένα λουτρό στο χαμάμ της πόλης το οποίο ήταν
ονομαστό.
Καθ’ ό,τι φτωχικά ντυμένος, οι υπάλληλοι δεν τον περιποιήθηκαν. Δεν τον
βοήθησαν να γδυθεί και να ντυθεί, του έδωσαν μια άπλυτη πετσέτα και ένα
απλό σαπουνάκι και κανείς δε φρόντισε να τον τρίψει.
Όταν ο Νασρεντίν τελείωσε έδωσε στους υπαλλήλους από ένα χρυσό νόμισμα.
Οι υπάλληλοι τα ‘χασαν και μετάνιωσαν για την επιπολαιότητά τους να
παρασυρθούν από την εξωτερική εμφάνιση και να μην περιποιηθούν τον
πελάτη τους όπως του έπρεπε.
Μετά από μια εβδομάδα ο Νασρεντίν ξαναβρέθηκε στην ίδια πόλη και αφού
ξεμπέρδεψε τις δουλειές του ξαναπήγε στο χαμάμ, πάντα το ίδιο φτωχικά
ντυμένος.
Οι υπάλληλοι τον περιποιήθηκαν αρχοντικά. Τον βοήθησαν να γδυθεί και να
ντυθεί, του έδωσαν μια πεντακάθαρη μεταξωτή πετσέτα, του πήγαν χίλιων
λογιών αρωματισμένα σαπούνια, τον άλειψαν με χίλια μυρωδικά και τον
έτριψαν καλά. Και όταν ο Νασρεντίν ήταν έτοιμος να φύγει έτειναν
χαμογελαστοί τις παλάμες τους λαχταρώντας ένα ακόμη χρυσό νόμισμα. Ο
Νασρεντίν όμως τους έδωσε από ένα χάλκινο πιάστρο.
Βλέποντας την έκπληξη ζωγραφισμένη στα μάτια τους, ο Νασρεντίν τους λέει:
- Για τη σημερινή περιποίηση σας πλήρωσα την προηγούμενη εβδομάδα. Τώρα
σας πληρώνω για την προηγούμενη περιποίηση.

Ο Νασρεντίν είχε στήσει έναν πρόχειρο πάγκο με μια επιγραφή που έγραφε:
«Δίνω απαντήσεις για 2 οποιεσδήποτε ερωτήσεις, μόνο για 100 ασημένια
νομίσματα».
Ένας άντρας που ήθελε να κάνει ερωτήσεις, πήγε τότε στον πάγκο και του
έδωσε τα 100 ασημένια νομίσματα, λέγοντας:
- 100 ασημένια νομίσματα, για 2 μόνο ερωτήσεις, είναι λίγο ακριβά, δεν
νομίζεις;
Και η απάντηση του Νασρεντίν:
- Είναι. Η επόμενη ερώτηση παρακαλώ;

Σε μια συνάντηση ρώτησε κάποιος τον Νασρεντίν:
- Πόσων χρονών είσαι Χότζα;
- Πενήντα, απάντησε εκείνος.
- Το ίδιο μου είπες και πριν δυο χρόνια που συναντηθήκαμε και σε ξαναρώτησα.
- Ναι, είμαι πάντα σταθερός στις απόψεις μου.

****
Ο Νασρεντίν ερέθιζε συνεχώς τους φίλους του με την αιώνια αισιοδοξία του. Όσο άσχημη κι αν ήταν μια κατάσταση, εκείνος έλεγε πάντοτε:
- Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι χειρότερο.
Για να τον θεραπεύσουν από αυτή του την ενοχλητική συνήθεια, οι φίλοι του αποφάσισαν να του παρουσιάσουν μια κατάσταση τόσο μαύρη, τόσο ζοφερή, που να μην μπορούσε ο Νασρεντίν να βρει καμία ελπίδα σ' αυτήν.
Μια μέρα, ένας απ' αυτούς τον πλησίασε στο καφενείο και του είπε:
- Νασρεντίν, άκουσες τι συνέβη στον Αλί; Χθες βράδυ, πήγε στο σπίτι του, βρήκε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με έναν άλλο άντρα, τους σκότωσε και τους δύο κι ύστερα αυτοκτόνησε.
- Τρομερό, θα μπορούσε όμως να είχε συμβεί κάτι χειρότερο, είπε ο Νασρεντίν.
- Τι στα κομμάτια θα μπορούσε να είχε συμβεί, που να ήταν χειρότερο απ' αυτό;
- Αν είχε συμβεί προχθές, τώρα θα μπορούσα να είμαι εγώ ο σκοτωμένος.

****
Ο Νασρεντίν αποφάσισε ένα ηλιόλουστο πρωινό να κάνει έναν όμορφο περίπατο κατά την θάλασσα. Καθώς πλησίαζε στη προκυμαία άκουσε φωνές και είδε πολύ κόσμο συγκεντρωμένο να χειρονομεί και να τρέχει πάνω κάτω. Πλησίασε πιο κοντά και είδε έναν άνθρωπο που είχε πέσει κατά λάθος στο νερό. Όπως δεν ήξερε κολύμπι, κτυπούσε πανικόβλητος χέρια και πόδια, χανόταν μέσα στο κύματα και όποτε κατόρθωνε να βγάλει λίγο το κεφάλι του καλούσε μισοπνιγμένος σε βοήθεια.
Οι άνθρωποι έσκυβαν όσο μπορούσαν πάνω από το νερό και του φώναζαν:
- Δώσε μας το χέρι σου! Δώσε μας το χέρι σου!
Τίποτα αυτός! Σαν να ήταν κουφός συνέχιζε να χτυπιέται. Οι άνθρωποι όλο και πλήθαιναν γύρω του και του φώναζαν όλο και πιο δυνατά:
- Βρε άνθρωπε, δεν ακούς; Δώσε μας το χέρι σου! Θα πνιγείς! Τίποτα αυτός.
Κάποια στιγμή, μέσα στο πανικό και την αγωνία που επικρατούσε, επειδή κανείς δεν ήθελε να πνιγεί ο άνθρωπος αυτός, αλλά και κανείς δε μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο, κάποιος πήρε είδηση τον Νασρεντίν που παρακολουθούσε ατάραχος τη σκηνή.
Να ο Χότζας, αναφώνησε το πλήθος. Κάντε χώρο να κάνει κάτι. Σίγουρα θα ξέρει αυτός τι να κάνει, σαν άνθρωπος του Θεού που είναι.
Αμέσως τότε όλοι έκαναν χώρο και ο Νασρεντίν έσκυψε στο νερό και κάτι είπε σιγανά στον μισοπνιγμένο. Αμέσως τότε εκείνος έδωσε το χέρι του και ο Νασρεντίν το έπιασε και τον έσυρε έξω.
Οι άνθρωποι έμειναν τότε με ανοιχτό το στόμα.
- Βρε, είπαν! Βρε Χότζα μας, καλέ μας Χότζα, τι του είπες του ανθρώπου και σου έδωσε το χέρι σου; Εδώ τόση ώρα εμείς του φωνάζουμε να μας δώσει το χέρι του και δε το έκανε. Τώρα γιατί άκουσε εσένα και όχι εμάς;
- Εγώ δε του είπα να μου δώσει το χέρι του, απάντησε ήρεμα ο Χότζας.
- Τι του είπες λοιπόν, ρώτησαν οι άνθρωποι περίεργοι.
- Εγώ του είπα «πάρε το χέρι μου», είπε ο Νασρεντίν.

****
Ο Νασρεντίν είχε χάσει το κλειδί του σπιτιού του. Πήγε κάτω από μια κολόνα που έφεγγε ένας φανός κι έψαχνε μέσα στη νύχτα, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Μαζεύτηκε κόσμος κι όλοι ήθελαν να τον βοηθήσουν. Άρχισαν να ψάχνουν κι αυτοί μαζί του.
- Πες μου Χότζα, τον ρώτησε στο τέλος κάποιος, είσαι σίγουρος πως έχασες το κλειδί εδώ, σ' αυτό το μέρος;
- Όχι, απάντησε ο Νασρεντίν, αλλά μόνο εδώ έχει φως. Εγώ θέλω πάντα να βλέπω τι κάνω.

****
Βρήκαν τον Χότζα στην κοινοτική σιταποθήκη να χύνει στάρι από τα πιθάρια των γειτόνων του στο δικό του και τον πήγαν στα δικαστήρια.
- Είμαι ανόητος, δεν ξεχωρίζω το στάρι τους από το δικό μου, ισχυρίστηκε.
- Τότε γιατί δεν έχυσες καθόλου στάρι από τα δικά σου πιθάρια στα δικά τους; απάντησε ο δικαστής.
- Α! Μα ξεχωρίζω το στάρι μου από το δικό τους, δεν είμαι και τόσο ανόητος!

Μια μέρα ο Νασρεντίν πήγε σε τραπέζι γάμου. Επειδή τα φορέματα του ήταν παλιά, δεν τον περιποιήθηκαν. Ο Νασρεντίν τότε πηγαίνοντας στο σπίτι του και φορώντας μια γούνα του, επιστρέφει.
Ο νοικοκύρης προϋπάντησε τον Χότζα με πολλές φιλοφρονήσεις και τον βάζει στην τιμητική θέση του τραπεζιού λέγοντας:
- Ορίστε, ορίστε, Χότζα μου.
Και ο Νασρεντίν, πιάνοντας το μανίκι της γούνας, της λέει:
- Ορίστε, γούνα μου, ορίστε.
Οι παρευρισκόμενοι τότε τον ρώτησαν:
- Τι κάνεις εκεί;
Και ο Νασρεντίν απαντά:
- Αφού όλες οι φιλοφρονήσεις γίνονται για την γούνα, αυτή ας καθίσει και ας φάει.

Ο Νασρεντίν μια μέρα αγόρασε συκώτι και ενώ πήγαινε σπίτι του, τον συναντά κάποιος φίλος του και τον ρωτάν πως θα το ψήσει.
Ο Νασρεντίν είπε ότι θα το ψήσει όπως συνήθως όλος ο κόσμος το ψήνει.
- Α! Όχι, του λέει φίλος του. Υπάρχει και ένα άλλος τρόπος να το ψήσεις και τότε να δεις τι νόστιμο που θα γίνει.
Τότε ο Νασρεντίν είπε:
- Επειδή δεν μπορώ να κρατήσω στη μνήμη μου αυτό τον τρόπο, σε παρακαλώ να τον γράψεις σε ένα χαρτί, και διαβάζοντας, να το ψήσω.
Ο Νασρεντίν με εκείνη την όρεξη, ενώ έτρεχε στο σπίτι του, ένα γεράκι αρπάζει το συκώτι από τα χέρια του και πετάει ψιλά. Χωρίς να στενοχωρηθεί, δείχνοντας στο γεράκι την συνταγή του φίλου του είπε:
- Άδικα κοπιάζεις, δεν θα καταλάβεις τίποτα από το φαγητό. Μου πήρες το συκώτι αλλά όχι και την συνταγή!

Ο Νασρεντίν ξεκουραζόταν κάτω από μια καρυδιά. Μπροστά του ήταν ένα μποστάνι με καρπούζια. Κοίταζε ο Νασρεντίν τις καρπουζιές με τα λεπτά βλαστάρια και τα πελώρια καρπούζια, κοίταζε και την καρυδιά με τον χοντρό κορμό και τα μικρά καρύδια και μονολογούσε:
- Αχ, Αλλάχ, πώς τα 'φτιαξες έτσι τα πράγματα; Ανάποδα τα 'φτιαξες. Ένα τόσο δα βλασταράκι δίνει καρπό που δεν χωρά στην αγκαλιά και ένα τόσο χοντρό δέντρο φτιάχνει κάτι καρυδάκια μια σταλιά. Αν αυτό δεν είναι ανάποδο, τότε τι είναι;
Δεν προλαβαίνει να αποσώσει την κουβέντα του και ένα καρύδι πέφτει από ψηλά στο κεφάλι του.
- Ωχ! κάνει ο Χότζας και πετάγεται όρθιος.
Τρίβει το κεφάλι του, κοιτάζει το καρύδι που είχε πέσει χάμω, κοιτάζει και τα καρπούζια λίγο παρακάτω και λέει:
- Δόξα να 'χει ο Αλλάχ! Ήξερε αυτός τι έκανε. Για φαντάσου να έσκαγε το καρπούζι στο κεφάλι μου!

****
Έδωσε κάποιος ένα πουκάμισο στον Χότζα να το πουλήσει στην αγορά. Τούτο όμως ήταν κλεμμένο και το γνώριζε ο Νασρεντίν.
Εκεί στην αγορά και μέσα στο πλήθος κάποιος έκλεψε το πουκάμισο από τον Χότζα. Όταν επέστρεφε, τον ρώτησε εκείνος ο οποίος του είχε δώσει το πουκάμισο πόσο το πούλησε. Αυτός απάντησε:
- Μεγάλη απραξία υπάρχει σήμερα στην αγορά και γι΄ αυτό το πούλησα όσο ήταν η αξία του, δηλαδή όσο το αγόρασες.

Ένας φίλος του Χότζα ζήτησε δανεικά μερικά χρήματα και λίγη προθεσμία.
Και η απάντηση του Χότζα:
- Χρήματα δεν μπορώ να σου δώσω, αλλά επειδή είσαι φίλος μου, προθεσμία σου δίνω όσο θέλεις.

Ρώτησαν κάποτε τον Χότζα:
- Όταν γίνεται νέο φεγγάρι, τι το κάνουν το παλιό;
Κι απαντά ο Νασρεντίν:
- Το σπάζουν σε μικρά τεμάχια, και το κάνουν άστρα.

****
Ρωτά κάποιος τον Νασρεντίν:
- Ποιά είναι η έννοια του πεπρωμένου, Χότζα μου;
- Εικασίες.
- Πως αυτό;
- Υποθέτετε πως τα πράγματα πρόκειται να πάνε καλά και δεν πηγαίνουν. Αυτό το λέτε κακή τύχη. Υποθέτετε ότι τα πράγματα πρόκειται να πάνε άσχημα και δεν πηγαίνουν. Αυτό το λέτε καλή τύχη. Υποθέτετε ότι κάποια συγκεκριμένα πράγματα πρόκειται να συμβούν ή να μην συμβούν. Και σας λείπει τόσο η διαίσθηση ώστε να μην γνωρίζετε τι πρόκειται να συμβεί. Υποθέτετε πως το μέλλον είναι άγνωστο. Όταν αιφνιδιάζεστε αυτό το ονομάζετε «Πεπρωμένο».

Ένας γείτονας ήθελε να δανειστεί το σχοινί του απλώματος των ρούχων.
- Λυπάμαι, είπε ο Νασρεντίν, αλλά το χρησιμοποιώ. Στεγνώνω το αλεύρι.
- Για το Θεό, πως μπορείς να στεγνώσεις αλεύρι πάνω στο σχοινί του απλώματος;
- Είναι λιγότερο δύσκολο απ' ότι νομίζεις αν δε θες να το δανείσεις...

****
Ο Νασρεντίν έστειλε ένα παιδί να φέρει νερό από την πηγή.
- Πρόσεξε να μην σπάσεις το σταμνί! του φώναξε και έδωσε ένα σκαμπίλι στο παιδί.
Ένας περαστικός ρώτησε τον Νασρεντίν γιατί χτύπησε κάποιον που δεν έχει κάνει τίποτα.
- Μα άνθρωπέ μου, είπε ο Νασρεντίν, θα ήταν ανώφελο να τιμωρήσω το παιδί όταν θα είχε πια σπάσει το σταμνί, έτσι δεν είναι;

Ο Νασρεντίν έχασε τον γάιδαρό του και οι συχωριανοί του προσπαθούν να τον παρηγορήσουν.
- Μπορεί να έχασες τον γάιδαρό σου, Νασρεντίν, αλλά δεν χρειάζεται να στεναχωριέσαι περισσότερο απ' όσο όταν έχασες την πρώτη σου γυναίκα.
- Αν θυμάστε, όταν έχασα την πρώτη μου γυναίκα, όλοι οι συγχωριανοί είπατε: Θα σου βρούμε κάποια άλλη. Μέχρι τώρα όμως, κανένας δεν προσφέρθηκε να αντικαταστήσει τον γάιδαρό μου!

Μια μέρα, εκεί που περπατούσε ο Νασρεντίν σ’ ένα στενό, ένας μάστορας που έφτιαχνε τα κεραμίδια σε μια στέγη, γλίστρησε κι ήρθε και…«προσγειώθηκε» πάνω στο Χότζα! Ο μάστορας δεν έπαθε τίποτα, αλλά ο Νασρεντίν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με σπασμένο σβέρκο!
- Και τι δίδαγμα βγάζεις απ’ αυτό που σου συνέβη; τον ρώτησε ένας φίλος του που πήγε να τον δει, κι ο Χότζας του απάντησε:
- Να μην το βάζεις κάτω πιστεύοντας στο αναπόφευκτο, ακόμα κι όταν μια αιτία κάνει το αποτέλεσμα να μοιάζει αναπόφευκτο. Απέφευγε θεωρητικές υποθέσεις, όπως, «όταν ένας άνθρωπος πέσει από μία στέγη, αναπόφευκτα θα σπάσει τον σβέρκο του», γιατί όπως έδειξε αυτό που μου συνέβη, ο μάστορας έπεσε από τη στέγη, αλλά το δικό μου σβέρκο έσπασε.

Μια καλοκαιριάτικη μέρα ο Νασρεντίν φόρτωσε το γαϊδούρι του με διάφορες πραμάτειες και ξεκίνησε πρωί πρωί από το χωριό του για να της πάει στην πόλη που είχε παζάρι και να τις πουλήσει. Στα μισά του δρόμου πείνασε και σκέφτηκε να φάει το μισό από το καρπούζι που είχε πάρει μαζί του για ώρα ανάγκης. Σταμάτησε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, χώρισε με το μαχαίρι του το καρπούζι στα δύο κι ύστερα έκοψε την πρώτη φέτα. Την πιάνει με τα δυο του χέρια, της δίνει μια μεγάλη βαθιά δαγκωνιά και: «φτου..», έκανε με αηδία κι έφτυσε το καρπούζι στο χώμα, γιατί ήταν τελείως άγλυκο σαν αγγούρι! Ύστερα πήρε όλο το καρπούζι και με φοβερό θυμό το σήκωσε ψηλά και το πέταξε σε μια πέτρα, κάνοντάς το κομμάτια που σκόρπισαν γύρω από την πέτρα. Και σαν μην έφτανε αυτό, πήγε πάνω από τα κομμάτια του καρπουζιού και τα κατούρησε. Έτσι, αφού ξεθύμανε, καβάλησε το γαϊδούρι του και πήγε στο παζάρι, στην πόλη. Η μέρα του πήγε πολύ καλά αφού πούλησε όλη του την πραμάτεια και κατά το μεσημεράκι καβάλησε το γαϊδούρι του και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Την ώρα του καταμεσήμερου κι ενώ ο καλοκαιριάτικος ήλιος έκαιγε βασανιστικά, βρέθηκε να περνάει δίπλα από το δέντρο όπου το πρωί είχε κομματιάσει το άνοστο καρπούζι. Ένοιωθε τρομερή δίψα. Σταμάτησε το γαϊδούρι δίπλα στο δέντρο, και κοίταξε το κομματισμένο καρπούζι που ήταν ακόμα εκεί κάτω από τη σκιά του. Ξεκαβάλησε και πλησίασε τα κομμάτια του καρπουζιού. Γονάτισε, διάλεξε ένα κομμάτι καρπουζιού που ήταν κάπως μακριά από την πέτρα και στριφογυρίζοντας το στο χέρι του ψιθύρισε, «αυτό δεν το έχω κατουρήσει» και το έφαγε. Ύστερα βρήκε ένα άλλο, «ούτε κι αυτό το έχω κατουρήσει» είπε και το έφαγε. Ύστερα πήρε άλλο ένα, έπειτα κι άλλο ένα και ψιθυρίζοντας πάντα, «αυτό δεν το έχω κατουρήσει», έφαγε όλο το κομματιασμένο και κατουρημένο καρπούζι, και ξεδιψασμένος ανέβηκε στο γαϊδούρι του και γύρισε ευχαριστημένος στο χωριό του.

Μια μέρα ο Νασρεντίν, έπιασε με τις ξόβεργές που είχε βάλει στο φράχτη του ένα καλοθρεμμένο σπουργίτι και σκεφτόταν πώς θα το μαγειρέψει για να το φάει. Όμως το σπουργίτι τού μίλησε με ανθρώπινη φωνή και του είπε:
- Ούτε καν να το σκεφτείς να με φας!
Ο Νασρεντίν τα 'χασε που ένα σπουργίτι μπορούσε να μιλάει και του το είπε.
- Δεν είμαι απλό σπουργίτι, του είπε τότε εκείνο. Είμαι δάσκαλος, Χότζας δηλαδή, ανάμεσα στα πουλιά κι αν με αφήσεις ελεύθερο θα σου δώσω τρεις πολύτιμες συμβουλές.
Ο Νασρεντίν σκέφτηκε ότι δεν συναντά κανείς πουλιά που μπορούν να μιλάνε κάθε μέρα με ανθρώπινη φωνή και ότι σίγουρα αυτό το σπουργίτι θα πρέπει να ξέρει πολλά. Κι έτσι, του υποσχέθηκε να το αφήσει ελεύθερο αν του δώσει τις τρεις συμβουλές που του υποσχέθηκε.
- Εντάξει, είπε το σπουργίτι. Πρώτη συμβουλή: Μην πιστεύεις ποτέ τις ανοησίες που σου λέει οποιοσδήποτε, ακόμη κι αν έχει φήμη, κύρος, δύναμη, πλούτη ή εξουσία. Αν κάποιος, λοιπόν, σου πει μια ανοησία, μην τον πιστέψεις.
- Σύμφωνοι, είπε ο Νασρεντίν και το σπουργίτι συνέχισε:
- Δεύτερη συμβουλή: Ό,τι κι αν κάνεις, ποτέ μην προσπαθήσεις να κάνεις κάτι αδύνατο για σένα, γιατί θα αποτύχεις. Να έχεις πάντα επίγνωση μέχρι πού μπορείς να φτάσεις.
- Πολύ ωραία, είπε ο Νασρεντίν και το σπουργίτι συνέχισε:
- Τρίτη συμβουλή: Αν κάνεις κάτι που είναι σωστό, μην το μετανιώσεις ποτέ.
Κι έτσι ο Νασρεντίν άφησε το σπουργίτι χαρούμενος, επειδή σκεφτόταν ότι αυτές ήταν πράγματι τρεις σοφές συμβουλές και ότι θα μπορούσε να τις πει στους μαθητές του. Αποφάσισε, μάλιστα, να τις γράψει και στον τοίχο του σπιτιού του για να τις θυμάται πάντα. Όμως το σπουργίτι πήγε και κάθισε ψηλά στο κλαδί ενός δέντρου πάνω από τον Χότζα και άρχισε να γελάει κοροϊδευτικά.
- Τι συμβαίνει; το ρώτησε ο Νασρεντίν.
- Έχω μέσα στο στομάχι μου ένα πολύτιμο διαμάντι. Αν με είχες σκοτώσει για να με φας, τώρα το διαμάντι θα ήταν δικό σου! Χα, χα, χα!
Ο Νασρεντίν θύμωσε πολύ και μετάνιωσε που άφησε το σπουργίτι να του φύγει. Αμέσως άρχισε να σκαρφαλώσει στο δέντρο για να το πιάσει. Ήταν όμως πια γέρος και το σπουργίτι ήταν πολύ γρήγορο. Κάθε φορά που το πλησίαζε εκείνο πέταγε όλο και πιο ψηλά. Στο τέλος, έφτασαν και οι δύο στην κορυφή του δέντρου, οπότε το σπουργίτι πέταξε μακριά και ο Νασρεντίν κατάκοπος, δεν μπόρεσε να κρατηθεί γερά κι έπεσε κάτω και τσακίστηκε. Ενώ βογκούσε από τους πόνους στο έδαφος, τον πλησίασε το σπουργίτι και πετώντας πάνω από το κεφάλι του, του είπε:
- Γιατί πίστεψες την ανοησία που σου είπα, ότι έχω ένα διαμάντι στο στομάχι μου; Και δεν έφτανε αυτό, αλλά μετάνιωσες που με άφησες ελεύθερο, ενώ είχες κάνει κάτι σωστό. Και τέλος προσπάθησες να κάνεις κάτι αδύνατο για σένα: Γέρος άνθρωπος να σκαρφαλώσεις στο δέντρο. Πριν περάσει λίγη ώρα από τη στιγμή που στις είπα, δεν ακολούθησες καμία από τις τρεις συμβουλές μου.
- Μμμμ... βόγκηξε ο Νασρεντίν, καθώς το σοφό σπουργίτι πέταξε μακριά.

Αργά ένα μεσημέρι, τρομερά πεινασμένος ο Νασρεντίν, πάει σ’ ένα εστιατόριο, παραγγέλνει το φαγητό και μόλις του το φέρνουνε αρχίζει να τρώει λαίμαργα και με τα δυο του χέρια, χωρίς να χρησιμοποιεί πιρούνι και μαχαίρι.
Ένας γνωστός του που καθόταν στο διπλανό τραπέζι, τον ρωτάει:
- Γιατί τρως με τα δυο σου χέρια Χότζα μου;
- Γιατί δεν έχω τρία, απαντάει εκείνος.

Ρωτάει κάποιος τον Νασρεντίν:
- Γιατί Χότζα μου, σε κάθε ερώτηση που σου κάνουν, απαντάς με μια άλλη ερώτηση;
- Έτσι κάνω;

****
Κάποτε κάλεσε τον Χότζα -μαζί με άλλους αξιωματούχους- ένας πάμπλουτος Άγγλος γαιοκτήμονας, στο εξοχικό του, σε ένα τεράστιο αγρόκτημα.
Όταν όλοι οι καλεσμένοι μαζεύτηκαν στον κήπο κι έπιναν το αναψυκτικό τους, ήρθε η ώρα της ιππασίας και ο οικοδεσπότης διέταξε κι έφεραν κάμποσα άλογα μπροστά στους φιλοξενούμενους ώστε ο καθένας να διαλέξει όποιο ήθελε. Τα άλογα μπήκαν στη σειρά κι άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά στους καλεσμένους, ενώ ο σταβλάρχης του οικοδεσπότη ανάγγελλε τα άλογα ένα ένα:
- Σ’ αυτό το άλογο έχει ανέβει ο πρίγκιπας τάδε, μ’ αυτό το άλογο έχει κάνει ιππασία η κόμισσα δείνα, αυτό το άλογο είχε στην πλάτη του τον δούκα του Μπλάνκσαϊρ… και λοιπά.
Ο Νασρεντίν, όμως, που δεν «μάσαγε» από τέτοια, είπε με ένα αυστηρό και απαιτητικό ύφος:
- Φέρτε μου, παρακαλώ, ένα άλογο που να μην το έχει καβαλήσει ποτέ κανένας.

Κάποτε, ο Νασρεντίν σταμάτησε περνώντας από μια πλατεία όπου είχε μαζευτεί κόσμος κι άκουγε ένα σοφό δάσκαλο που έκανε κήρυγμα.
- Τι είναι η ζωή και τι είναι ο θάνατος; Από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνουμε, βροντοφώναξε ο δάσκαλος.
- Δεν ξέρω, απάντησε αυθόρμητα ο Νασρεντίν, αλλά θα πρέπει και το «έλα» και το «πήγαινε» να είναι πολύ τρομερό.
- Γιατί το λες αυτό, Χότζα; τον ρώτησε ο πλαϊνός του.
- Επειδή με την απλή παρατήρηση, έχω δει ότι ερχόμαστε στη ζωή με το ζόρι και κλαίγοντας, και ότι όταν φεύγουμε από τη ζωή το κάνουμε επίσης με το ζόρι και κλαίγοντας.

Μια φορά, ένας συγγενής του Νασρεντίν που είχε πάει κυνήγι, ήρθε το βράδυ για να τον δει Χότζα και του έφερε ως δώρο μια μικρή πάπια. Χαρούμενος ο Νασρεντίν έβαλε να μαγειρέψει αμέσως μια υπέροχη σούπα πάπιας και κράτησε και τον επισκέπτη του να φάει μαζί τους. Σε λίγο, όμως, η μυρωδιά που έβγαινε από το σπίτι, έφερε κι άλλο επισκέπτη που είπε ότι είναι φίλος του συγγενή του που έφερε την πάπια και κάθισε στο τραπέζι. Τι να κάνει ο Νασρεντίν, αραίωσε λίγο τη σούπα για να φτάσει και του έβαλε κι εκείνου ένα πιάτο. Μετά από λίγο ήρθε κι άλλος ένας που είπε ότι είναι φίλος του φίλου του συγγενή που έφερε την πάπια και κάθισε κι αυτός στο τραπέζι και σερβιρίστηκε κι αυτός σούπα, αφού ο Νασρεντίν την αραίωσε και πάλι. Στο τέλος, αφού ήρθαν κι άλλοι, και κάθε φορά αραίωνε τη σούπα ο Νασρεντίν, άρχισε πια να εκνευρίζεται όταν ήρθε κι άλλος ένας που είπε:
- Είμαι ο φίλος, του φίλου, που έχει φίλο τον φίλο τού συγγενή σου που έφερε την πάπια και κάθισε κι αυτός στο τραπέζι για φαγητό.
Κάθισε όπως κι οι υπόλοιποι περιμένοντας τη σούπα του, κι ο Νασρεντίν του έφερε σε λίγο ένα πιάτο με ζεστό νερό.
- Τι είναι αυτό, ρώτησε ο τελευταίος επισκέπτης.
Κι ο Νασρεντίν του απάντησε:
- Είναι η σούπα της σούπας, από τη σούπα της σούπας από την πάπια, που έφερε ο συγγενής μου.

Μια μέρα ο Νασρεντίν, που είχε ξεμείνει εντελώς από λεφτά, αποφάσισε να πάει στον πιο πλούσιο του χωριού του και να του ζητήσει δανεικά. Μια και δυο πάει στο σπίτι του πλούσιου και μόλις κάθονται στο σαλόνι του λέει χωρίς περιστροφές:
- Μου δίνεις μερικά χρήματα που χρειάζομαι;
- Τι τα χρειάζεσαι; τον ρωτάει ο πλούσιος.
- Για να αγοράσω έναν ελέφαντα, απαντάει ο Νασρεντίν.
- Αν δεν έχεις χρήματα, δεν θα μπορέσεις μετά να συντηρήσεις κοτζάμ ελέφαντα, του είπε σοβαρά ο πλούσιος, κι ο Νασρεντίν του απάντησε αμέσως εξίσου σοβαρά και κοφτά:
- Εγώ ήρθα εδώ για να σου ζητήσω λεφτά, όχι συμβουλές!

****
Ένας θεοφοβούμενος γείτονας του Νασρεντίν, κάθε τόσο και με κάθε ευκαιρία, έστρεφε τας μάτια του στον ουρανό κι έλεγε μ’ ένα γλυκανάλατο ύφος:
- Ας γίνει το θέλημα του Θεού.
Ώσπου μια μέρα ο Νασρεντίν, δεν άντεξε και του λέει:
- Το θέλημα του Θεού γίνεται έτσι κι αλλιώς πάντα, οπότε τσάμπα το λες και το ξαναλές.
- Και πώς είσαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό Χότζα μου; ρωτάει ο γείτονας, πώς μπορείς να τ’ αποδείξεις;
- Πολύ απλό, απαντάει ο Νασρεντίν: Αν δεν γινόταν πάντα το δικό του θέλημα, δεν θα είχε γίνει τόσο χρόνια, κάποτε και το δικό μου;

Κάποτε επισκέφτηκαν τον Νασρεντίν μερικοί μαθητές του και του ζήτησαν να τους μιλήσει για όποιο φιλοσοφικό θέμα ήθελε εκείνος.
- Βεβαίως, απάντησε πρόθυμα αυτός. Ας πάμε στην αίθουσα διαλέξεων του δημαρχείου.
Επειδή, όμως, ήταν κάπως μακριά, ο Νασρεντίν σαμάρωσε το γάιδαρό του και ζήτησε από τους μαθητές του να τον ακολουθήσουν. Εκείνοι μπήκαν στη σειρά πίσω από το γάιδαρο και με μεγάλη τους έκπληξη είδαν τον Νασρεντίν να καβαλάει το γάιδαρο ανάποδα και να ξεκινάει κοιτάζοντάς τους χαμογελώντας. Στην αρχή οι νεαροί τα έχασαν και δεν καταλάβαιναν γιατί ο Νασρεντίν προχωρούσε καβάλα ανάποδα στο γαϊδούρι του. Πήγαν να του πουν ότι αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό, αλλά θυμήθηκαν ότι δεν έπρεπε να αμφισβητούν καμιά από τις πράξεις του διδασκάλου κι έτσι δεν άνοιξαν το στόμα τους. Καθώς όμως περνώντας από τα σοκάκια οι διάφοροι περαστικοί τούς κορόιδευαν που ακολουθούσαν κάποιον που καθόταν ανάποδα στο γαϊδούρι του, άρχισαν να δυσφορούν φανερά.
Ο Νασρεντίν που κατάλαβε τι συνέβαινε σταμάτησε και τους κοίταξε ερωτηματικά. Τότε, ο πιο θαρραλέος από τους μαθητές τον πλησίασε και τον ρώτησε:
- Δάσκαλε, δεν καταλαβαίνουμε γιατί έχεις καβαλήσει τον γάιδαρο ανάποδα, με το πρόσωπό σου προς την ουρά του!
- Είναι πολύ απλό, απάντησε ο Νασρεντίν. Αν σας έβαζα να περπατάτε μπροστά από μένα για να σας βλέπω, θα ήταν ασέβεια από μέρους σας να έχετε γυρισμένη την πλάτη στον δάσκαλό σας. Κι αν ερχόσαστε πίσω μου ακολουθώντας με κι εγώ είχα γυρισμένη την πλάτη μου σ’ εσάς, τότε θα ήταν ασέβεια από μέρους μου να έχω γυρισμένη την πλάτη μου στους μαθητές μου. Έτσι αυτό που έκανα ήταν η μόνη κατάλληλη λύση. Και πίσω μου ερχόσαστε, και δεν σας έχω γυρισμένη την πλάτη μου.

Ένας γείτονας του Χότζα, πάει μέχρι την πόρτα της αυλής του και του φωνάζει:
- Νασρεντίν, θα μου δανείσεις τον γάιδαρό σου για σήμερα, γιατί θέλω να μεταφέρω μερικά πράγματα;
Ο Νασρεντίν που δεν ήθελε να δώσει τον γάιδαρό του, αλλά δεν ήθελε να φανεί και αγενής, αποφάσισε να πει ψέματα:
- Πολύ ευχαρίστως, αλλά τον έχω ήδη δανείσει για σήμερα δε κάποιον άλλον.
Ξαφνικά τότε, ο γάιδαρος που βρίσκονταν στον σταύλο, αρχίζει και γκαρίζει. Με το που τον ακούει ο γείτονας εξανέστη:
- Μου λες ψέματα! Είναι στον σταύλο σου!
Κι ο Νασρεντίν απαντά δήθεν θιγμένος:
- Τι εννοείς; Ποιον θα πιστέψεις τώρα; Έναν γάιδαρο ή τον Χότζα;

Μερικά παιδιά, βλέποντας τον Νασρεντίν να έρχεται από τ' αμπέλι του έχοντας φορτωμένο τον γάιδαρό του με δυο μεγάλα κοφίνια σταφύλια, έτρεξαν κοντά του και του ζήτησαν να τους δώσει μερικά. Ο Νασρεντίν έκοψε τότε μερικά τσαμπιά και τους τα έδωσε. τα παιδιά όμως του παραπονέθηκαν ότι ήταν λίγα:
- Έχεις τόσα πολλά κι εμάς μας έδωσες τόσα λίγα...
- Παιδιά μου, απαντά ο Νασρεντίν, είτε ένα κοφίνι έχετε, είτε ένα τσαμπί, δεν υπάρχει καμία διαφορά. Την ίδια γεύση έχουν.

Κάποτε ο Νασρεντίν έχτισε έναν φούρνο. Ο γείτονάς του, όμως, του είπε πως την πόρτα του φούρνου θα χτυπούσε το μπουγάζι από το απέναντι στενό και δεν θα ήταν εύκολο το άναμμα. Ο Νασρεντίν γκρέμισε τον φούρνο κι άλλαξε κατεύθυνση. Άλλος περαστικός, πάλι, είχε διαφορετική γνώμη. Κι έπειτα άλλος κι άλλος. Ο Νασρεντίν έχτιζε και γκρέμιζε χωρίς να βρίσκει άκρη. Τελικά, βρήκε τρόπο να δέχεται, χωρίς να παιδεύεται, όλες τις υποδείξεις. Έστησε το φούρνο του πάνω σ' ένα κάρο! Και κάθε φορά που του έλεγαν ν' αλλάξει κατεύθυνση, γύριζε το κάρο...

****
Ο Νασρεντίν είχε έναν γείτονα όχι και πολύ τίμιο κι ήθελε να του δώσει ένα καλό μαθηματάκι. Μια μέρα, λοιπόν, πήγε και του γύρεψε δανεικό ένα μεγάλο τέντζερη που είχε. Ο γείτονας του τον έδωσε. Δυο μέρες μετά ο Νασρεντίν έβαλε μες τον τέντζερη ένα μικρότερο και τον επέστρεψε στο νόμιμο κάτοχό του. Ο γείτονας ρώτησε για ποιο λόγο είχε βάλει μέσα στο μεγάλο τέντζερη ένα μικρότερο και ο Νασρεντίν απάντησε ότι ο τέντζερης είχε γεννήσει ένα παιδάκι το οποίο κατά το νόμο έπρεπε να δοθεί στο κάτοχο του τέντζερη. Ο γείτονας πήρε τα δύο μαγειρικά σκεύη και μπήκε σπίτι του. Μετά από λίγες μέρες ο Νασρεντίν του ξαναγύρεψε το τέντζερη κι αυτός δεν έφερε καμιά αντίρρηση ελπίζοντας και πάλι σε γεννητούρια. Πέρασαν μέρες και ο Νασρεντίν δεν επέστρεφε τον τέντζερη. Κάποια στιγμή ο γείτονας αποφάσισε να πάει να του τον ζητήσει.
- Αχ, του απάντησε ο Νασρεντίν με πολύ λυπημένη έκφραση, δεν ήξερα πώς να σας το πω. Δεχτείτε τα ειλικρινά μου συλλυπητήρια. Ο τέντζερής σας πέθανε.
- Πέθανε ο τέντζερης; Τι ανοησία είναι πάλι αυτή; Ποιος άκουσε ποτέ ένα τέντζερη να πεθαίνει;
- Μην είσθε δύσπιστος αγά μου, είπε ο Νασρεντίν, πού βλέπετε το παράξενο να πεθαίνει ένας τέντζερης ο οποίος ήταν ικανός να φέρει στον κόσμο ένα παιδί;

Μια μέρα ο Νασρεντίν επισκεύαζε τα κεραμίδια στη στέγη του σπιτιού του. Ενώ εργαζόταν στην οροφή, ένας ξένος χτύπησε την πόρτα.
- Τι θέλεις; του φώναξε ο Νασρεντίν από την στέγη.
- Έλα κάτω και θα σου πω, απάντησε ξένος.
Ο Νασρεντίν απρόθυμα και αργά αργά κατέβηκε για να μιλήσει με τον ξένο.
- Λοιπόν! Ποιο είναι αυτό το σημαντικό πράγμα που θέλεις να μου πεις;
- Θα μπορούσες να δώσεις λίγα χρήματα σε έναν φτωχό γέρο όπως εγώ;
Τότε ο Νασρεντίν άρχισε να ανεβαίνει και πάλι στην στέγη, λέγοντας στον ξένο:
- Έλα μαζί μου μέχρι την οροφή και θα σου πω.
Αφού ανέβηκαν και οι δυο στην στέγη, τότε γυρνάει ο Νασρεντίν και λέει στον ζητιάνο:
- Η απάντηση είναι όχι!

Σε μια συγκέντρωση, στην οποία ήταν παρών και ο Νασρεντίν, οι άνθρωποι συζητούσαν για τα πλεονεκτήματα της κάθε ηλικίας. Στο τέλος όλοι συμφώνησαν πως όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, χάνει τις δυνάμεις που είχε σε μικρότερη ηλικία. Ο Νασρεντίν όμως διαφώνησε:
- Δεν συμφωνώ μ' αυτό. Εγώ τουλάχιστον έχω τις ίδιες δυνάμεις που είχα και νέος.
- Δηλαδή; Τι εννοείς; τον ρώτησε κάποιος.
- Στην αυλή μου, απάντησε ο Νασρεντίν, υπάρχει μια τεράστια πέτρα. Όταν ήμουν νέος και προσπαθούσα να την σηκώσω, δεν τα κατάφερα. Το ίδιο και τώρα που είμαι γέρος.

Μια μέρα, πήγε στον Νασρεντίν κάποιος αγράμματος για να του διαβάσει ένα γράμμα που είχε λάβει. Ο Νασρεντίν αφού πήρε την επιστολή, την εξέτασε και προσπάθησε να την διαβάσει. Δεν μπορούσε να βγάλει όμως ούτε μία λέξη. Οπότε λέει στον αγράμματο κάτοχο της επιστολής:
- Λυπάμαι, αλλά αυτό δεν μπορώ να το διαβάσω.
- Ντροπή σου Χότζα! κρίμα στο τουρμπάνι που φοράς (δείγμα μόρφωσης).
Τότε ο Νασρεντίν έβγαλε το τουρμπάνι από το κεφάλι του και το φόρεσε στο κεφάλι του αγράμματου, λέγοντάς του:
- Τώρα φοράς εσύ το τουρμπάνι. Αν αυτό σου δίνει γνώση, τότε διάβασε μόνος σου το γράμμα!

Μια μέρα, ένας φημισμένος φιλόσοφος και ηθικολόγος, έφτασε στο χωριό του Νασρεντίν. Όταν ρώτησε τον Χότζα που θα μπορούσε να φάει, ο Νασρεντίν του συνέστησε ένα κοντινό εστιατόριο. Ο φιλόσοφος, έχοντας και όρεξη για συζήτηση, προσκάλεσε τον Νασρεντίν να τον ακολουθήσει και να φάνε μαζί. Αυτός μάλλον απρόθυμα, πήγε μαζί του. Όταν έφτασαν, ο φιλόσοφος ρώτησε τον σερβιτόρο τι καλό είχε για εκείνη την ημέρα.
- Ψάρι! Φρέσκο ψάρι, απάντησε ο σερβιτόρος.
- Φέρε μας δύο, είπε ο φιλόσοφος.
Λίγη ώρα αργότερα, τα ψάρια ήταν έτοιμα μέσα σε μια μεγάλη πιατέλα που έφερε ο σερβιτόρος. Το ένα από αυτά τα ψάρια ήταν λίγο μικρότερο από το άλλο. Ο Νασρεντίν, χωρίς χρονοτριβή αρπάζει το μεγαλύτερο ψάρι και το έβαλε στο πιάτο του. Ο φιλόσοφος εμφανώς ενοχλημένος, του λέει ότι αυτή η κίνηση δεν είναι ευγενική και δεν συμβαδίζει με τους τρόπους καλής συμπεριφοράς. Ο Νασρεντίν, αφού άκουσε ήρεμος το κήρυγμα του φιλόσοφου, τον ρωτάει:
- Εσείς δηλαδή, τι θα κάνατε στην θέση μου φίλτατε;
- Εγώ, απάντησε ο φιλόσοφος, ως ευσυνείδητος και ευγενής άνθρωπος θα διάλεγα για τον εαυτό μου το μικρότερο ψάρι.
- Ε ορίστε τότε, είπε ο Νασρεντίν βάζοντας το μικρό ψάρι στο πιάτο του φιλόσοφου.

Ρωτάει κάποιος τον Χότζα:
- Χότζα μου, όταν συνοδεύω ένα φέρετρο, σε ποια πλευρά θα πρέπει να στέκομαι; Αριστερά, δεξιά, πίσω ή μπροστά;
Και η απάντηση του Νασρεντίν:
- Στάσου όπου επιθυμείς, από την στιγμή που δεν είσαι μέσα!

Μια ομάδα φιλοσόφων ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο για να βρει απάντηση στο ερώτημα, πότε θα φτάσει το τέλος του κόσμου. Μη μπορώντας να βρουν την απάντηση απευθύνθηκαν στον Νασρεντίν Χότζα.
- Γνωρίζεις εσύ Χότζα πότε θα φτάσει το τέλος του κόσμου;
- Φυσικά, απάντησε ο Νασρεντίν. Το τέλος του κόσμου θα φτάσει όταν πεθάνω εγώ.
- Είσαι σίγουρος; τον ρωτούν απορημένοι οι φιλόσοφοι.
- Τουλάχιστον για τον εαυτό μου, ναι...

Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, ο Νασρεντίν έβαλε στοίχημα με τους φίλους του, ότι θα μπορούσε να σταθεί στην πλατεία του χωριού, όλη την νύχτα, μες στο κρύο. Ο μοναδικός όρος ήταν να μην υπάρχει εκεί κοντά εμφανής πηγή θερμότητας. Το έπαθλο για τον κερδισμένο θα ήταν ένα πλούσιο γεύμα.
Έτσι κι έγινε. Ο Νασρεντίν στεκόταν όλη την νύχτα στην παγωμένη πλατεία και το πρωί που έληξε το στοίχημα, έτρεξε περιχαρής να συναντήσει τους φίλους του και να τους αναγγείλει την νίκη του. Ένας απ' αυτούς όμως, είχε μια ένσταση:
- Σε απόσταση 3 μέτρων από εσένα, πίσω από ένα παράθυρο, ήταν αναμμένο ένα κερί. Άρα υπήρχε πηγή θερμότητας. Επομένως έχασες το στοίχημα και θα πρέπει να μας κάνεις το τραπέζι.
- Αυτό είναι γελοίο, απάντησε ο Νασρεντίν. Πως θα μπορούσα να ζεσταθώ από ένα κερί και μάλιστα από τόση απόσταση και πίσω από ένα παράθυρο;
Οι υπόλοιποι όμως ήταν ανένδοτοι. Έτσι ο Νασρεντίν δέχτηκε την άποψή τους και υποσχέθηκε να τους κάνει το τραπέζι. Λίγες μέρες αργότερα τους προσκάλεσε στο σπίτι του για το γεύμα. Το φαγητό δεν ήταν έτοιμο όταν πήγαν, ο Νασρεντίν όμως τους καθησύχασε:
- Φίλοι μου, κάντε λίγη υπομονή και το γεύμα θα είναι έτοιμο σε λίγο. Τώρα το μαγειρεύω.
Λέγοντας αυτά πήγε στην κουζίνα για να συνεχίσει το μαγείρεμα. Η ώρα περνούσε και ο Νασρεντίν με το φαγητό δεν έκανε την εμφάνισή του. Τελικά, οι πεινασμένοι φίλοι του αποφασίζουν να πάνε στην κουζίνα για να δουν τι γίνεται. Εκεί έκπληκτοι αντικρίζουν τον Νασρεντίν να βρίσκεται καθισμένος μπροστά σε ένα μεγάλο καζάνι. Κάτω από το καζάνι ήταν τοποθετημένο ένα αναμμένο κερί. Ήρεμος, γυρνάει και τους λέει:
- Μην ανησυχείτε φίλοι μου. Το φαγητό θα είναι έτοιμο σε λίγο. Όπως βλέπετε, μαγειρεύεται.
- Έχεις τρελαθεί Νασρεντίν; Πως είναι δυνατόν να βράσει το φαγητό με ένα αναμμένο κεράκι;
- Η άγνοιά σας με διασκεδάζει φίλοι μου. Αν ένα κερί σε απόσταση 3 μέτρων μπορεί να ζεστάνει έναν άνθρωπο, τότε σίγουρα ένα κερί όταν βρίσκεται σε απόσταση 3 εκατοστών από ένα καζάνι, μπορεί να βράσει και το φαγητό.

****
     Γυρνώντας από ένα ταξίδι ο Νασρεντίν με την σύζυγό του, ανακαλύπτουν ότι τους έχουν ανοίξει το σπίτι και τους έχουνε κλέψει. Η γυναίκα του ήταν κατηγορηματική:
 -"Το λάθος είναι δικό σου. Θα έπρεπε να βεβαιωθείς πριν φύγουμε, ότι το σπίτι είναι κλειδωμένο".
 -"Δεν έκλεισες καλά τα παράθυρα", λέει κάποιος από τους γείτονες που έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει.
 -"Δεν το περίμενες αυτό;" είπε κάποιος άλλος.
 -"Οι κλειδαριές ήταν ελαττωματικές και δεν τις αντικατέστησες", πρόσθεσε ένας άλλος.
 -"Μια στιγμή!" τους διέκοψε ο Νασρεντίν. "Δηλαδή ο μόνος υπεύθυνος είμαι εγώ κατά την γνώμη σας";
 -"Εμ ποιος άλλος;" απάντησαν αυτοί.
 -"Τι θα λέγατε για τους κλέφτες; Αυτοί είναι εντελώς αθώοι;" είπε ο Νασρεντίν.

****
     Μια μέρα ο Νασρεντίν έπεσε σε ένα ποτάμι και θα πνιγόταν αν δεν τον έσωζε κάποιος που περνούσε από κει. Έκτοτε, ο άνθρωπος που έσωσε τον Νασρεντίν φρόντιζε να του υπενθυμίζει την χάρη που του χρωστούσε. Αφού αυτό συνέβαινε για αρκετό καιρό, τότε ο Νασρεντίν παίρνει τον σωτήρα και του λέει να ξαναπάνε στο ποτάμι. Αφού έφτασαν εκεί, τότε ο Νασρεντίν πηδάει μέσα και απευθυνόμενος στον σωτήρα του, λέει:
 -"Τώρα είμαι στην ίδια κατάσταση που με είχες βρει πριν με σώσεις. Παράτα με λοιπόν και σήκω φύγε!"

****
     Ο Νασρεντίν καθόταν ακίνητος στον ήλιο με το πρόσωπο καλυμμένο με μύγες που τον απομυζούσαν. Αυτός όμως καθόταν ατάραχος και τις ανεχόταν, χωρίς να αντιδρά καθόλου. Ξαφνικά βγαίνει έξω η γυναίκα του και βλέπει την όλη κατάσταση. Παίρνει λοιπόν ένα πανί και διώχνει τις μύγες από το πρόσωπο του Χότζα. Αυτός έγινε έξω φρενών κι άρχισε να τη βρίζει και να τη μαλώνει.
 -"Μα γιατί άντρα μου με μαλώνεις, αφού έδιωξα τις μύγες που σου ρουφούσαν το αίμα;" άρχισε να κλαίει αυτή.
 -"Ανόητη ανόητη", φώναζε ο Χότζας, "αυτές οι μύγες ήταν χορτάτες! Τώρα που τις έδιωξες θα έρθουν άλλες κι αυτή τη φορά θα είναι... πεινασμένες"!

****
     Κάποια μέρα οι φίλοι του Χότζα ξαφνιαστήκανε καθώς τον είδαν να περνά
στην αγορά καβάλα στο γάιδαρό του, μόνο που καθόταν ανάποδα, κοιτώντας
προς την ουρά του ζώου:
 -"Βρε Χότζα, γιατί καβαλίκεψες τον γάιδαρο ανάποδα;" τον ρώτησαν.
Κι ο Χότζας απάντησε:
 -"Δεν κάθομαι εγώ ανάποδα, αλλά ο γάιδαρος κοιτά προς τη λάθος μεριά"!
     Όπως και σε πολλές ιστορίες του Χότζα, άλλοι αναδιηγητές αναφέρουν
διαφορετικές απαντήσεις στην ίδια ερώτηση, όπως:
 -"Ο γάιδαρός μου ήθελε να πάει προς τα κει, εγώ προς τα δω, τελικά βρήκαμε μια συμβιβαστική λύση"!
 -"Με νοιάζει πιότερο να ξέρω από πού έρχομαι κι όχι προς τα πού πάω"!

  


                                               **** - ****

     Τώρα θέλω να προσθέσω και μερικές πούχα διαβάσει παλιότερα στο ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ, (το απίστευτο περιοδικό που κυκλοφόρησε στα τέλη των '70ς κι αρχές των '80ς), φτιαχτές να υποθέσω, αλλά πολύ πετυχημένα έξυπνες κι αστείες. Είχανε να κάνουνε κυρίως με το... χέσιμο!

     Μια φορά ο Χότζας περνούσε από ένα αμπέλι, λιμπίστηκε τα σταφύλια πούτανε στον καιρό τους και μπήκε να κλέψει μερικά. Τον είδε όμως ένας δραγάτης και του ορμά:
 -"Αλτ! Τί κάνεις εκεί";
     Ο Χότζας τα χρειάστηκε αλλά απάντησε άμεσα κι ετοιμόλογα όπως πάντα:
 -"Εεε...έχεζα κύριε" είπε συνομωτικά του δραγάτη.
 -"Μπα!" του αντιγυρίζει αυτός, καθότι έξυπνος κι εκείνος. "Και... πού είναι αυτά που έκανες";
     Δεν τα χάνει ο Χότζας και με μια γρήγορη ματιά εντοπίζει κάτι ακαθαρσίες.
 -"Ορίστε, νάτα!" του λέει.
 -"Ρε συ, με κοροϊδεύεις;" του φωνάζει οργισμένος ο δραγάτης. "Αυτά είναι αγελαδινά"!
     Κι ο πάντα ετοιμόλογος Χότζας, οργισμένος κι αυτός, τάχα:
 -"Ε και; Μήπως τάχα μ' άφησες να χέσω σαν άνθρωπος";

     Ο Χότζας είναι καλεσμένος σε κάτι βαφτίσια, όπου γινότανε χαμός, δεν υπήρχανε δωμάτια για να τονε φιλοξενήσουνε κι έτσι καταλήγει να κοιμηθεί με το νιοβαφτιστο μωρό στο ίδιο δωμάτιο. Επειδή όμως έφαγε τον αγλέωρα, τη νύχτα ξύπνησε με κόψιμο. Η πίεση μεγάλη, δε προλάβαινε και τί να κάνει, βγάζει το μωρό από τη κούνια του, το πάει στο κρεβάτι του και χέζει μές στην άδεια κούνια. Πάει να πάρει το μωρό να το βάλει στη θέση του και τί να δει; Το μωρό του είχε κατουρήσει και χέσει σ' όλο το κρεβάτι του.

     Τελικά το Χότζα τονε συλλάβανε. Ξέρετε γιατί;
     Γιατί το είχε παραχέσει!!!













Βίος & Πολιτεία

Ο Νασρεντίν Χότζα ή γνωστότερος ελληνικά ως Ναστραντίν Χότζας (το όνομα σημαίνει «Η δόξα της Πίστης» στα Αραβικά) ήτανε δημοφιλής κεντρικός ήρωας μύθων, παροιμιών, ανεκδότων που κυκλοφορούσαν ευρύτατα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις της Μ. Ανατολής και της Τουρκίας.
Ο Ναστραντίν Χότζας παρουσιάζεται ως τύπος σούφι, φιλόσοφος ανατολίτης, οπλισμένος με φιλοσοφική εγκαρτέρηση στις αντιξοότητες της ζωής, πάντοτε ετοιμόλογος με ελευθερία εκφράσεων, πολλές φορές και με αισχρολογίες. Στις αρχές ακόμα του 20ου αιώνα, υπήρξεν ο τύπος ανθρώπου αγαπητού στον Ελληνικό λαό, ιδιαίτερα για τη λαϊκή θυμοσοφία του.
Παρ’ όλο που ο Χότζας ήτανε Τούρκος Ιεροδιδάσκαλος, ο
Ελληνικός λαός τον υιοθέτησε, γιατί τον ταύτισε με τους φτωχούς εργαζόμενους που πάσχιζαν να επιβιώσουν. Είναι ο λαϊκός ήρωας, ο απλοϊκός χωρατατζής που ποτέ δε χάνει την αισιοδοξία του και μηχανεύεται διάφορα τεχνάσματα για να επιβιώσει, αλλά τίμιος μέσα στην πονηριά του.
Οι περιπέτειές του και τ’ αστεία του διαβάζονταν άπληστα και κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα. Πόσοι μικροί και μεγάλοι δεν έχουν διασκεδάσει ανιστορώντας ανέκδοτα από τις περιπέτειες του Ναστραντίν Χότζα! Ακόμη και σήμερα, χρησιμοποιούμε μερικές εκφράσεις από τα ανέκδοτα του Χότζα σαν παροιμίες όπως: «Ο φούρνος του Χότζα», «Και σύ δίκιο έχεις», «Ο καυγάς ήτανε για το πάπλωμα», «Δεν πιάνεται η μαρτυρία σου» κ.α.
Οι περιπέτειες του ήταν ιδιαίτερα αγαπητές στα παιδιά που δεν κουράζονταν να τις ακούν ξανά και ξανά. Η λογοτεχνία, όμως, αυτή ξεπεράστηκε με τα χρόνια γιατί δεν εκπροσωπεί πια το λαϊκό πνεύμα, όπως αυτό διαμορφώθηκε μέσα στις νέες συνθήκες ζωής, ιδιαίτερα με
την εξάπλωση της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Υποστηρίζεται ότι γεννήθηκε τον 13ο αιώνα κάπου στο Μεγάλο Κορασάν κι ότι διατηρούσε φιλία με τον Ταμερλάνο. Κατ' άλλους γεννήθηκε στο Σιβρή Χισάρ στη Μ. Ασία περί τον 15ο με 16ο αιώνα. Το επάγγελμά του ήταν Καδής (ιεροδίκης) και Μουλάς (ιεροδιδάσκαλος). Πέθανε και θάφτηκε στο Ακ Σεχήρ κοντά στο Ικόνιο που υποστηρίζεται πως υπήρχε ο τάφος του, ένα μικρό «τουρμπέ» (=μαυσωλείο).
Η εκδοχή πάντως ότι όλοι οι σχετικοί μύθοι του Ναστραντίν πλάστηκαν από τον ίδιο είναι εσφαλμένη. Γιατί απλούστατα πολλά αναφέρονται σε πολύ διαφορετικές περιόδους. Ακόμη πολλά ανέκδοτα μπορεί ν΄ αναφέρονται στ΄ όνομά του αλλά είναι βέβαιο ότι άλλοι είναι οι δημιουργοί τους που παρέμειναν αφανείς αφηγητές. Πάντως σημειώνεται ότι από τις πλείστες εκδόσεις των ιστοριών του Ναστραντίν σε ξένες γλώσσες η μετάφραση στην ελληνική ήταν το περισσότερο διαδεδομένο, στην Ελλαδική χώρα από την εποχή της οθωμανικής περιόδου που συνέχισε στην ελεύθερη Ελλάδα, τουρκικό βιβλίο.
Πολλά έθνη της Μ. Ανατολής θεωρούν τον Νασρεντίν δικό τους, όπως οι Αφγανοί, Άραβες, Πέρσες, Τούρκοι κι Ουζμπέκοι. Το όνομά του γράφεται διαφορετικά σε κάθε γλώσσα και πριν ή μετά από αυτό αναφέρονται οι τίτλοι Χότζας, Μουλάς ή Εφέντι. Ο Νασρεντίν ήταν λαϊκός φιλόσοφος κι έχει μείνει στη μνήμη και την παράδοση της Ανατολής για τις αστείες ιστορίες και τα ανέκδοτά του. Οι ιστορίες του μπορεί να είναι παράδοξες, απλοΐκές αλλά έχουν βαθύτερα νοήματα τα οποία γίνονται κατανοητά μέσα από τη διήγηση. Οι ιστορίες του Νασρεντίν Χότζα είναι δημοφιλείς σε όλο τον κόσμο κι η UNESCO είχε θεσπίσει το 1996-1997 Διεθνές Έτος Νασρεντίν Χότζα.
Το όνομα του Νασρεντίν γράφεται με τους εξής τρόπους: Nasreddin Nasrudin, Nasr ud-Din, Nasredin, Naseeruddin, Nasruddin, Nasr Eddin, Nastradhin, Nasreddine, Nastratin, Nusrettin, Nasrettin και Nastradin. Πριν ή μετά από το όνομα τίθεται ένας τίτλος σοφίας. Στην Ελλάδα είναι γνωστός με το χαρακτηριστικό Χότζας, αλλά ο τίτλος σε άλλες χώρες μπορεί να είναι: «Hoxha», «Khwaje», «Hodja», «Hojja», «Hodscha», «Hodža», «Hoca», «Hogea», «Hodza», «Djoha», «Djuha», «Dschuha», «Giufà», «Chotzas», «Mullah», «Mulla», «Molla», «Maulana», «Efendi», «Ependi».
Με κέντρο τις αραβικές χώρες, οι ιστορίες του Νασρεντίν Χότζα έχουν διαδοθεί στην Ινδία και τη Κίνα, τη Βόρεια Αφρική, τα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η επίδρασή του ήταν τόσο έντονη που, σε πολλές περιπτώσεις, παλαιότεροι μύθοι (π.χ. του Αισώπου) τροποποιήθηκαν και αποδόθηκαν στον Χότζα. Ακόμα κι οι ιστορίες μας "Η Γάτα & Το Ψάρι" κι "Ο Φίλος Του Φίλου" αποδίδονται, αρκετά αλλαγμένες και σ’ αυτόν. Πρέπει να πω επίσης ότι τονε λατρεύαμε κι εγώ κι ο παππούς μου!
Στη συνέχεια παραθέτω μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές περιπέτειές του.

-----------------------------------------------------



****
Είναι γνωστό ότι η οικογένεια του Χότζα ήταν πολύ φτωχή και συχνά
επικρατούσε πείνα στο σπίτι. Κάποια νύχτα η γυναίκα του τον σκουντά και
τον ξυπνά:
-"Άντρα, κάποιος κλέφτης βρίσκεται στη κουζίνα, πήγαινε να δεις τι συμβαίνει".
-"Άσ’ τον να ψάχνει, γυναίκα, μήπως ανακαλύψει τίποτα φαγώσιμο και τότε του ριχνόμαστε και του το παίρνουμε"!

****
Κάποτε, ένας νεαρός, θέλοντας να ανακαλύψει τι είναι Αλήθεια, αποφάσισε ν’ αφήσει το σπίτι του και να πάει να ζήσει πλάι σ’ ένα σεβάσμιο δάσκαλο, που δεν ήταν άλλος από τον Χότζα και που τότε ζούσε στις όχθες ενός ποταμού. Μια και δυο, πάει στο σπίτι του Χότζα.
-"Σε παρα­καλώ, δάσκαλε", του λέει, "επίτρεψέ μου να μείνω μαζί σου και να
σε υπηρετώ για να μου διδάξεις τι είναι Αλήθεια".
Ο Νασρεντίν, που ήταν τότε άρρωστη η γυναίκα του, δέχτηκε τη προσφορά.
Έτσι ο νεαρός ανέλαβε να πλένει τα ρούχα του Χότζα, να μαγειρεύ­ει γι’ αυτόν, και να κάνει ό,τι άλλο του ζητούσε. Μετά από λίγο καιρό, η γυναίκα του Χότζα έγινε καλά, αλλά επειδή της καλάρεσε να έχει υπηρέτη κι ο νεαρός δεν ήθελε να φύγει δεν είπε κανείς τίποτα κι όλα μείναν όπως ήταν.
Ύστε­ρα από πέντε χρόνια, όμως, ο νεαρός λέει στο Χότζα:
-"Πέρασα πέντε χρόνια μαζί σου Χότζα μου κι ακόμη δεν ξέρω τι είναι η Αλήθεια. Δεν έμαθα τίποτα! Αν δε σε πειράζει, θα φύγω για να βρω κάποιον άλλο δάσκαλο απ’ τον οποίο θα μπορέσω ίσως να μάθω περισσότερα πράγματα".
-"Δεν με πειράζει καθόλου παιδί μου, είσαι ελεύθερος να φύγεις", απαντά ο
Νασρεντίν κάνοντας νόημα στη γυναίκα του να μη πει λέξη γιατί την είδε ότι ετοιμαζόταν να κρατήσει τον νεαρό.
Έτσι ο νεαρός άρχισε να γυρνάει από δω κι από κει αναζητώντας δάσκαλο.
Τι Ινδίες πήγε, τι Αίγυπτο πήγε, τι Κίνα πήγε, και που δεν πήγε αναζητώντας φωτισμένους δασκάλους. Και το τι τηλεπαθητικά, τηλεκινητικά και γενικά μεταφυσικά και παραψυχολογικά μυστικά έμαθε, δεν λέγεται! Αφού στο τέλος πια, ξέχασε κι ότι εκείνο που αναζητούσε ήταν η Αλήθεια. Κι όταν πια πέρασαν άλλα πέντε χρόνια, θυμήθηκε τον πρώτο του δάσκαλο τον Χότζα κι αποφάσισε να πάει να τον επισκεφτεί, για να τον εντυπωσιάσει.
-"Τι έμαθες λοιπόν;" τον ρωτάει ο Νασρεντίν μόλις κάτσανε να πιούνε τσάι. Κι ο πρώην μαθητής του άρχισε να τού λέει ότι μπορεί να διαβάζει τη σκέψη, ότι μπορεί να λυγίζει κουτάλια, να περπατάει πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, να σηκώνεται από το έδαφος και να αιωρείται στον αέρα, κι ένα σωρό άλλα.
-"Αυτά εί­ναι όλα κι όλα;" ρώτησε ο Νασρεντίν τον νεαρό μόλις σταμάτησε.
Τότε ο νεαρός του λέει με φοβερή υπερηφάνεια δείχνοντας το ποτάμι που
κυλούσε ήσυχα δίπλα τους:
-"Και μπορώ να περπατήσω πάνω στο νερό και να πάω περπατώντας στην
απέναντι όχθη".
-"Καλά", του λέει έκπληκτος ο Νασρεντίν, "και σου πήρε πέντε χρόνια για να
μά­θεις κάτι τέτοιο; Θα μπορούσες να πάρεις τη βάρκα που είναι εκεί, και
να σε πάει απέναντι σε πέντε λεπτά"!

****
Μια μέρα, ρώτησε τον Νασρεντίν ένας μαθητής του:
-"Πες μου δάσκαλε: Πώς θα μπορούσες να περιγράψεις τη δουλειά ενός αναζητητή της Αλήθειας";
Ο Νασρεντίν κοίταξε για λίγο σιωπηλός τον μαθητή του κι ύστερα χαμογέλασε πονηρά και του είπε:
-"Σαν την ιστορία της κούκλας από αλάτι".
-"Δηλαδή;" ρώτησε ο μαθητής απογοητευμένος, νομίζοντας ότι ο δάσκαλός του τον κοροϊδεύει.
-"Άκου την ιστορία, λοιπόν", είπε ο Νασρεντίν, "όχι όμως με τ' αυτιά σου, αλλά με τη καρδιά σου".
Και να η ιστορία που είπε ο Μουλά Νασρεντίν στον μαθητή του:

«Μια κούκλα φτιαγμένη από αλάτι, ψάχνοντας να βρει την αλήθεια για το τι τέλος πάντων ήταν, ταξίδεψε χιλιάδες μίλια στεριάς, μέχρι που έφτασε και σταμάτησε στην άκρη της θάλασσας. Έμεινε ακίνητη κοιτάζοντας μαγεμένη κείνη την υγρή κινούμενη μάζα που δεν έμοιαζε με τίποτα απ' όλα όσα είχε δει ως τότε και δεν ήξερε το όνομά της.
-"Τι είσαι εσύ;" ρώτησε η κούκλα από αλάτι τη θάλασσα.
-"Έλα μέσα και δες μόνη σου", απάντησε η θάλασσα με ένα χαμόγελο καλοσύνης κι αγάπης.
Έτσι, η κούκλα από αλάτι προχώρησε, τσαλαβουτώντας στα νερά, προς τα μέσα. Όσο πιο βαθιά προχωρούσε, τόσο περισσότερο διαλυόταν μέχρι που έμεινε ένα μικρό κομματάκι από αυτή. Πριν διαλυθεί και το τελευταίο αυτό κομμάτι της και γίνει ένα με τη θάλασσα, η κούκλα από αλάτι πρόλαβε και φώναξε με θαυμασμό, μεθυσμένη από μια αλλόκοτη και πρωτόγνωρη χαρά:
-"Τώρα ξέρω τι είμαι!"».

****
Μια φορά ο Χότζας είχε καλέσει ένα γείτονά του για φαγητό και του πρόσφερε από ένα παλιό κρασί που είχε στο κελάρι του.
-"Πολύ ωραίο κρασί, Χότζα μου" λέει ο γείτονας.
-"Ναι, είναι πολύ παλιό" λέει ο Χότζας.
-"Πόσο παλιό;" ξαναρωτά ο γείτονας.
-"Σαράντα χρόνων", λέει ο Χότζας.
-"Μπράβο!" κάνει με θαυμασμό ο γείτονας και συνεχίζει. "Θα μου δώσεις λίγο σ' ένα μπουκαλάκι όταν φύγω";
-"Όχι. Δεν δίνω ποτέ", απαντά ο Χότζας.
-"Γιατί Χότζα μου;" επιμένει ο γείτονας κι εκείνος του απαντά:
-"Αν ήταν να δίνω κάθε τόσο, λίγο από το κρασί μου, δε θα είχε γίνει ποτέ σαράντα χρονών".

****
Ο Χότζας είχε πέσει στο κρεβάτι βαριά άρρωστος. Όλοι νόμιζαν πως θα πεθάνει. Η γυναίκα του ντύθηκε στα μαύρα κι άρχισε τα κλάματα και τα μοιρολόγια. Οι μαθητές του που είχαν μαζευτεί γύρω από το κρεβάτι του, τον κοίταζαν με βαθιά θλίψη. Μόνο ο Χότζας, έμενε ατάραχος και κάθε τόσο γέλαγε...
-"Δάσκαλε", τον ρωτάει ένας από τους μαθητές του, "πώς γίνεται να αντιμετωπίζεις το θάνατο με τέτοια ψυχραιμία και μάλιστα κάθε τόσο να γελάς, ενώ εμείς που δεν πρόκειται να πεθάνουμε, αγωνιούμε μήπως μας αφήσεις";
-"Πολύ απλό", απάντησε ο Χότζας. "Καθώς σας κοιτάζω ξαπλωμένος, λέω στον εαυτό μου: »Όλοι σας έχετε τόσο βαριά θλιμμένη όψη, που είμαι σχεδόν σίγουρος ότι όταν έρθει ο Άγγελος του Θανάτου, θα νομίσει ότι κάποιος από εσάς είναι που τον περιμένει και θα τον πάρει κατά λάθος, και θα μ' αφήσει εμένα να ζήσω κι άλλο. Γι' αυτό κάθε τόσο με πιάνουν τα γέλια..."

****
Έλεγε μια φορά ο Χότζας σε ένα μαθητή του:
-"Ποτέ μη δίνεις κάτι που σου ζήτησαν, αν δεν περάσει τουλάχιστον μια μέρα".
-"Και γιατί να μην το δίνεις Νασρεντίν", τον ρώτησε κάποιος.
Κι ο Χότζας συνέχισε:
-"Γιατί η ζωή μάς έχει δείξει ότι εκτιμούν κάτι που τους δίνεις, μόνο όταν έχουν αναγκαστικά το χρόνο να αμφιβάλλουν αν θα τους το δώσεις τελικά ή όχι".

****
Στη μεγάλη αίθουσα του Δημαρχείου της πόλης όπου ζούσε ο Χότζας, ήρθε να δώσει ομιλία ένας διάσημος σοφός. Όλη η πόλη είχε μαζευτεί εκεί για να ακούσει το λόγο του σοφού και βέβαια κι ο Χότζας, που κάθισε στην πρώτη σειρά. Η ομιλία άρχισε και πολύ γρήγορα ο Νασρεντίν βαρέθηκε με τις κοινοτυπίες που άκουγε. Κάποια στιγμή, ο σοφός ομιλητής είπε:
-"Τι παράξενοι κι αχάριστοι που είναι οι άνθρωποι! Ποτέ τους δεν είναι ευχαριστημένοι με τίποτα! Το χειμώνα παραπονιούνται ότι παρακάνει κρύο, ενώ το καλοκαίρι παραπονιούνται ότι παρακάνει ζέστη".
Οι ακροατές της ομιλίας κούνησαν βαθυστόχαστα το κεφάλι τους, γιατί πίστευαν ότι κάνοντάς το αυτό, συμμετείχαν στην ουσία της σοφίας του ομιλητή. Ο Νασρεντίν χωρίς να βγει εντελώς από την αφηρημάδα του, σήκωσε τα μάτια του προς τον σοφό ομιλητή και του είπε:
-"Δεν έχεις προσέξει ότι για την Άνοιξη, δεν παραπονιέται κανένας";

****
Ο Νασρεντίν ερέθιζε συνεχώς τους φίλους του με την αιώνια αισιοδοξία του. Όσο άσχημη κι αν ήταν μια κατάσταση, εκείνος έλεγε πάντοτε:
-"Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι χειρότερο".
Για να τον θεραπεύσουν από αυτή του την ενοχλητική συνήθεια, οι φίλοι του αποφάσισαν να του στήσουν μια κατάσταση τόσο μαύρη, τόσο ζοφερή, που να μη μπορούσε ο Νασρεντίν να βρει καμία ελπίδα σ' αυτήν.
Μια μέρα, ένας απ' αυτούς τον πλησίασε στο μπαρ και του είπε:
-"Νασρεντίν, άκουσες τι συνέβη στο Γιώργο; Χθες βράδυ, πήγε στο σπίτι του, βρήκε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με έναν άλλο άντρα, τους σκότωσε και τους δύο κι ύστερα αυτοκτόνησε".
-"Τρομερό", είπε ο Νασραντίν, "θα μπορούσε όμως να είχε συμβεί κάτι χειρότερο".
-"Τι στα κομμάτια θα μπορούσε να είχε συμβεί, που να ήταν χειρότερο απ' αυτό";
-"Αν είχε συμβεί προχθές, τώρα θα μπορούσα να είμαι εγώ ο σκοτωμένος".

****
Μια μέρα, ο βασιλιάς αποφάσισε όλοι οι υπήκοοί του να λένε την αλήθεια. Στήθηκε μια κρεμάλα έξω από τις πύλες τις πόλεις και ανακοινώθηκε ότι όποιος μπαίνει στην πόλη οφείλει να απαντήσει ειλικρινά σε μια ερώτηση που θα του γίνει. Ο Νασρεντίν ήταν πρώτος. Ο λοχαγός της φρουράς τον ρώτησε:
-"Που πας; Πες την αλήθεια αλλιώς θα εκτελεστείς".
-"Πάω", είπε ο Νασραντίν, "να πεθάνω στη κρεμάλα".
-"Δεν σε πιστεύω".
-"Πολύ καλά, αν σου είπα ψέματα να με κρεμάσεις"!
-"Ναι, αλλά τότε θα είχες πει την αλήθεια"!
-"Ακριβώς", είπε ο Νασραντίν, "τη δική σου αλήθεια".

****
Ο Χότζας είχε χάσει το κλειδί του σπιτιού του. Πήγε κάτω από μια κολώνα που έφεγγε ένας γλόμπος κι έψαχνε μέσα στη νύχτα, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Μαζεύτηκε κόσμος κι όλοι ήθελαν να τον βοηθήσουν. Άρχισαν να ψάχνουν κι αυτοί μαζί του.
-"Πες μου Χότζα", τον ρώτησε στο τέλος κάποιος, "είσαι σίγουρος πως έχασες το κλειδί εδώ, σ' αυτό το μέρος";
-"Όχι", απάντησε ο Χότζας. "Αλλά μόνον εδώ έχει φως. Εγώ θέλω πάντα να βλέπω τι κάνω".

****
Μια μέρα μερικοί πιτσιρικάδες προσπαθούσαν να μοιράσουν καρύδια, που είχαν σε ένα σακί. Αλλά δεν συμφωνούσαν και ξέσπασε ανάμεσά τους μεγάλος καυγάς. Στο τέλος αποφάσισαν να πάνε στον Νασραντίν Χότζα που είχε φήμη ανθρώπου δίκαιου, να κάνει αυτός τη μοιρασιά.
«Θέλετε να σας τα μοιράσω με τον τρόπο που μοιράζει τα πράγματα ο Θεός ή με τον τρόπο που τα μοιράζουν οι άνθρωποι;»«Με τον τρόπο που μοιράζει ο Θεός, ο Θεός!», φώναξαν οι πιτσιρικάδες.
Ο Χότζας πήρε το μισό σακί, πάνω από διακόσια καρύδια, και τα έδωσε στον πρώτο. Στο δεύτερο έδωσε μόνο δύο καρύδια. Στον τρίτο έδωσε είκοσι.
Οι πιτσιρικάδες άρχισαν να φωνάζουν. «Τι κάνεις εκεί πέρα; Εμείς θέλουμε να πάρει καθένας τα ίδια». Αλλά ο Νασραντίν δεν καταλάβαινε τίποτα. «Μόνο οι αφελείς πιστεύουν σε τέτοιες ανοησίες. Ο Θεός μοιράζει τα πράγματα όπως εγώ σας μοιράζω τώρα τα καρύδια».

****
Ο Χότζας έφερε στην αγορά τον γάιδαρό του και τον παρέδωσε στον κήρυκα. Ήρθε ένας αγοραστής και παρατηρεί τα δόντια του να καταλάβει την ηλικία του, αλλά ο γάιδαρος τον δάγκωσε. Ήρθε άλλος αγοραστής και σήκωσε την ουρά του. Αλλά και τούτον κλώτσησε. Τότε ο κήρυκας είπε στον Χότζα – «Τούτος ο γάιδαρος κανείς δεν τον αγοράζει, διότι και εκείνον που περνά από εμπρός του τον δαγκώνει, και εκείνος που πηγαίνει από πίσω του τον κλωτσά». «Και καλά έκανε διότι εγώ δεν τον έφερα να τον πουλήσω», είπε ο Χότζας, «αλλά να μάθει ο κόσμος τι έχω τραβήξει απ΄ αυτόν έως τώρα».

****
Μια μέρα, περνώντας ο Χότζας από μία λίμνη είδε κάτι πάπιες να παίζουν μέσα στη λίμνη και σκέφτηκε ότι θα ήταν νοστιμότατες αν τις έκανε σούπα. Μπήκε, λοιπόν, μέσα στη μικρή λίμνη και προσπάθησε να πιάσει κάποια απ' αυτές, αλλά εκείνες πέταξαν μακριά. Τότε ο Χότζας, έκατσε στην άκρη της λίμνης, έβγαλε ένα καρβέλι ψωμί από το δισάκι του, το έκοψε σε μπουκιές και τις έριξε στο νερό. Μόλις μούσκεψαν άρχισε να τις τρώει.
Κάποιος περαστικός που τον πρόσεξε τον ρώτησε τι είναι αυτό που κάνει, κι ο Χότζας του απάντησε: «Τρώω σούπα από πάπια».

****
Ο Νασρεντίν Χότζας βρέθηκε κάποτε σε μια γειτονική πόλη στην οποία κανείς δεν τον γνώριζε. Αφού τέλειωσε τις δουλειές του, πριν πάρει τη στράτα του γυρισμού σκέφτηκε να πάει να κάνει ένα μπανάκι στο χαμάμ της πόλης το οποίο ήταν ονομαστό. Καθ' ό,τι φτωχικά ντυμένος, οι υπάλληλοι δεν τον περιποιήθηκαν. Δεν τον βοήθησαν να γδυθεί και να ντυθεί, του έδωσαν μια άπλυτη πετσέτα κι ένα απλό σαπουνάκι και κανείς δε φρόντισε να τον τρίψει.
Όταν ο Χότζας τελείωσε έδωσε στους υπαλλήλους από ένα χρυσό νόμισμα.
Οι υπάλληλοι τα 'χασαν και μετάνιωσαν για την επιπολαιότητά τους να παρασυρθούν από την εξωτερική εμφάνιση και να μην περιποιηθούν τον πελάτη τους όπως του έπρεπε.
Μετά από μια εβδομάδα ο Χότζας ξαναβρέθηκε στην ίδια πόλη και αφού ξεμπέρδεψε τις δουλειές του ξαναπήγε στο χαμάμ, πάντα το ίδιο φτωχικά ντυμένος.
Οι υπάλληλοι τον περιποιήθηκαν αρχοντικά. Τον βοήθησαν να γδυθεί και να ντυθεί, του έδωσαν μια πεντακάθαρη μεταξωτή πετσέτα, του πήγαν χίλιων λογιών αρωματισμένα σαπούνια, τον άλειψαν με χίλια μυρωδικά και τον έτριψαν καλά. Κι όταν ο Χότζας ήταν έτοιμος να φύγει έτειναν χαμογελαστοί τις παλάμες τους λαχταρώντας ένα ακόμη χρυσό νόμισμα.
Ο Χότζας όμως τους έδωσε από ένα χάλκινο πιάστρο.
Βλέποντας την έκπληξη ζωγραφισμένη στα μάτια τους ο Χότζας τους απάντησε "για τη σημερινή περιποίηση σας πλήρωσα την προηγούμενη εβδομάδα. Τώρα σας πληρώνω για την προηγούμενη περιποίηση".

****
Λοιπόν, ο Χότζας ένα βράδυ βημάτιζε νευρικά πάνω - κάτω, πάνω - κάτω στην κρεβατοκάμαρα και είχε σπάσει να νεύρα της γυναίκας του.
- Τι έχει βρε άνθρωπέ μου και δεν κοιμάσαι;
- Να χρωστάω στον Εβραίο απέναντι 1000 χρυσά γρόσια και δεν έχω αύριο να του τα δώσω.
- Ε και γι αυτό σκας; Κάτσε να δεις. Πάει η γυναίκα του στο παράθυρο και φωνάζει του Εβραίου:
- Ε, γείτονα, τα 1000 χρυσά που σου χρωστάμε δεν τα έχουμε! Ύστερα λέει στον άντρα της. Τώρα ησύχασες; Σβήσε το φως και κοιμήσου. Τώρα ο Εβραίος θα μείνει ξάγρυπνος!

****
Ένας φτωχός οικογενειάρχης, που ζούσε σε ένα δωμάτιο με την πολυμελή οικογένειά του, πήγε στον Χότζα και του ζήτησε ένα πιο μεγάλο σπίτι για να ανασάνει λίγο η ταλαιπωρημένη οικογένειά του.
«Αγαπητέ μου Χότζα, θέλουμε ένα πιο μεγάλο σπίτι, δεν μπορούμε να ζούμε η γυναίκα μου και εγώ, τα τόσα μας παιδιά και συγγενείς όλοι μαζί σ΄ένα δωμάτιο», έκλαψε ο δύσμοιρος άνθρωπος.
Ο Χότζας τον ρώτησε αν έχει ζώα στην αυλή του. «Έχω», του απάντησε. «Τότε απόψε βάλε και τις όρνιθες μαζί σας», τον συμβούλεψε ο Χότζας.
Τις βάζει ο άνθρωπος και πάει το επόμενο πρωί στον Χότζα. «Αγαπητέ μου Χότζα, είμαστε χειρότερα σκάσαμε όλοι μαζί και με τα ζώα».
«΄Έχεις και άλλα ζώα;», τον ρώτησε ο Χότζας. «Έχω», είπε ο άνθρωπος, «σκύλο και γάτο». «Απόψε βάλε και αυτά μαζί». Τα βάζει ο καημένος και πάει ξανά το επόμενο πρωί για να κλάψει απαρηγόρητος.
Ο Χότζας τον ρωτάει και πάλι, μήπως «έχεις και κανένα γάιδαρο στην αυλή»; «Ναι», του απαντά ο άνθρωπος. «Απόψε βάλε και αυτόν και έλα αύριο».
Την επομένη πάει απαρηγόρητος. Τότε ο Χότζας του λέει: «Απόψε βγάλε το γάιδαρο έξω και έλα αύριο».
Την επομένη ο άνθρωπος πάει χαρούμενος και του λέει: «Ευχαριστούμε Χότζα μου, είμαστε λίγο καλύτερα». «Απόψε βγάλε λοιπόν, και τις όρνιθες, αύριο το σκύλο και μεθαύριο τη γάτα».
Έτσι κάνει ο άνθρωπος και πάει χαζοχαρούμενος στον Χότζα και τον ευχαριστεί θερμά για τη βοήθειά του και του λέει: «Να 'σαι καλά Χότζα μου, τώρα ανασάναμε, σε ευχαριστούμε πολύ, πολύχρονος να 'σαι»!

****
Ο Χότζας ό,τι τον ρωτούσαν τα ήξερε όλα. Για όλα τα πράγματα είχε μια άποψη, μια θέση. Λένε κάποιοι που τον ζήλευαν δεν γίνεται αυτό το πράγμα, πρέπει να τον πιάσουμε κότσο.
- Βρήκα τι θα κάνουμε. Θα βάλουμε το Γιώργο να πάρει ένα σπουργίτι και να το κρατάει στο χέρι του στη πλάτη του εδώ πίσω. θα ρωτήσουμε το Χότζα που τα ξέρει όλα «Χότζα, ο Γιώργος που κρατάει ένα πουλάκι πίσω από τη πλάτη του είναι ζωντανό ή πεθαμένο;»Αν μας πει ότι είναι πεθαμένο, ο Γιώργος θα ανοίξει το χέρι του το πουλάκι θα πετάξει και θα του αποδείξουμε ότι δεν τα ξέρει όλα.
- Αν μας πει ότι είναι ζωντανό;»
- Ε τότε ο Γιώργος θα το στραγγαλίσει και θα φανεί πεθαμένο
Ενθουσιάστηκαν όλοι, κατεβαίνει ο Χότζας τον πλησιάζουν όλοι και τον ρωτάνε.
- Χότζα εσύ που τα ξέρεις όλα, ο Γιώργος έχει ένα πουλάκι στο χέρι του, πίσω στη πλάτη του. Πες μας είναι ζωντανό ή πεθαμένο;
Ο Χότζας κάθεται, χαϊδεύει λίγο τη κοιλίτσα του, χαϊδεύει το μούσι του και τους λέει: «στο χέρι σας είναι».

****
Μια μέρα ο Χότζας πήγε σε συμπόσιο γάμου.
Επειδή τα φορέματα του ήταν παλιά, δεν τον περιποιήθηκαν.
Ο Χότζας τότε πηγαίνοντας στο σπίτι του και φορώντας μια γούνα του, επιστρέφει.
Ο νοικοκύρης προϋπάντησε τον Χότζα με πολλές φιλοφρονήσεις και τον βάζει στην τιμητική θέση του τραπεζιού λέγοντας: «Ορίστε, ορίστε , κύριε Χότζα.» Και ο Χότζας, πιάνοντας το μανίκι της γούνας, της λέει: «Ορίστε, γούνα μου , ορίστε».
Οι παρευρισκόμενοι τότε τον ρώτησαν: «Τι κάνεις;»
Και ο Χότζας απαντά: « Αφού όλες οι φιλοφρονήσεις γίνονται για την γούνα, αυτή ας καθίσει και ας φάει».

****
Ο Χότζας ξεκουραζόταν κάτω από μια καρυδιά. Μπροστά του ήταν ένα μποστάνι με καρπούζια. Κοίταζε ο Χότζας τις καρπουζιές με τα λεπτά βλαστάρια και τα πελώρια καρπούζια, κοίταζε και την καρυδιά με τον χοντρό κορμό και τα μικρά καρύδια και μονολογούσε:
«Αχ, Αλλάχ, πώς τα 'φτιαξες έτσι τα πράγματα; Ανάποδα τα 'φτιαξες. Ένα τόσο δα βλασταράκι δίνει καρπό που δεν χωρά στην αγκαλιά και ένα τόσο χοντρό δέντρο φτιάχνει κάτι καρυδάκια μια σταλιά. Αν αυτό δεν είναι ανάποδο, τότε τι είναι;»
Δεν προλαβαίνει να αποσώσει την κουβέντα του και ένα καρύδι πέφτει από ψηλά στο κεφάλι του.
«Ωχ!» κάνει ο Χότζας και πετάγεται όρθιος. Τρίβει το κεφάλι του, κοιτάζει το καρύδι που είχε πέσει χάμω, κοιτάζει και τα καρπούζια λίγο παρακάτω και λέει:
«Δόξα να 'χει ο Αλλάχ! Ήξερε αυτός τι έκανε. Για φαντάσου να έσκαγε το καρπούζι στο κεφάλι μου!»

****
Ο Χότζας., αφού αγόρασε λαχανικά στην αγορά, τα έβαλε στο δισάκι του.
Ανεβαίνει στον γάιδαρό του για να επιστρέψει στο σπίτι του και πέρασε το δισάκι στο λαιμό του. Στον δρόμο τον συνάντησε κάποιος και τον ρώτησε γιατί δεν βάζει το δισάκι στο γάιδαρο, αντί να το σηκώνει αυτός στους ώμους του
- «Για να μην κουράσω περισσότερο το δυστυχισμένο τούτο ζώο»

****
Έδωσε κάποιος ένα πουκάμισο στο Χότζα να το πουλήσει στην αγορά.
Τούτο όμως ήταν κλεμμένο και το γνώριζε ο Χότζας.
Εκεί στην αγορά και μέσα στο πλήθος κάποιος έκλεψε το πουκάμισο από τον Χότζα.
Όταν επέστρεφε, τον ρώτησε εκείνος ο οποίος του είχε δώσει το πουκάμισο πόσο το πούλησε. Αυτός απεκρίθη
«Μεγάλη απραξία υπάρχει σήμερα στην αγορά και γι΄ αυτό το πούλησα όσο ήταν η αξία του, δηλαδή όσο το αγόρασες»

****
Μία μέρα, ο Νασρεδίν Χότζας κρατώντας τον γάιδαρο του από το χαλινάρι, περπατούσε, σέρνοντας τον από πίσω. Τον είδαν μερικά αγριόπαιδα και αποφάσισαν να τον κλέψουν χωρίς να το καταλάβει ο Χότζας.
Ένα απ΄ αυτά είπε στους συντρόφους του:
-«Εγώ θα τα καταφέρω αυτήν την δουλειά αλλά εσείς πρέπει, αμέσως όταν παραλάβω τον γάιδαρο, να πάτε να τον πουλήστε στην αγορά».
Και μετά απ΄ αυτά προχώρησαν προς τον Χότζα.
Αφού προχώρησαν λίγο, ο ένας απ΄ αυτούς έβγαλε το χαλινάρι απ΄ το κεφάλι του γάιδαρου και το έβαλε πάνω στο δικό του, εξακολουθώντας να περπατάει πίσω απ΄ τον Χότζα, με το χαλινάρι στο κεφάλι.
Οι άλλοι δύο αμέσως παρέλαβαν τον γάιδαρο και αμέσως πήγαν στην αγορά να τον πουλήσουν.
Μετά από λίγο έτυχε να γυρίσει ο Χότζας πίσω να δει κάτι και αντί τον γάιδαρο του, βλέπει έναν χαλιναρωμένο άνθρωπο.
-«Συ ποιος είσαι;» ρωτά ο Χότζας.
-«Εγώ είμαι ο γάιδαρος σας», είπε το αγριόπαιδο.«Εγώ και πριν γίνω γάιδαρος ήμουν άνθρωπος, αλλά επειδή μία μέρα δυσαρέστησα τους γονείς μου, αυτοί με καταράστηκαν και έγινα γάιδαρος. Πρώτα με πούλησαν σε ένα ψωμά, έπειτα σε κηπουρό και τελευταία με πήρατε εσείς. Προ λίγου, όπως με σέρνατε, με είδαν οι γονείς μου στον δρόμο, με λυπήθηκαν και παρακάλεσαν τον Θεό και ιδού αμέσως έγινα πάλι άνθρωπος».
Ο Χότζας, γεμάτος έκπληξη, έπιασε τα γενιά του. Και αφού σκέφθηκε λιγάκι είπε:
-«Αυτό που λες δεν είναι απίστευτο, αλλά δεν έπρεπε να συμβεί στις ημέρες μου. Πήγαινε λοιπόν παιδί μου στο καλό και άλλη φορά με δυσαρεστείς τους γονείς σου» και τον ελευθέρωσε.
Αλλά ο Χότζας είχε ανάγκη γαϊδάρου και πήγε στην αγορά να αγοράσει άλλον.
Εκεί βλέπει τον γάιδαρο του να περιφέρεται για πούλημα. Τον πλησιάζει ήσυχα ήσυχα και του λέει στο αυτί του:
-«Πάλι γάιδαρος έγινες; Πάλι δυσαρέστησες τους γονείς σου; Έλα λοιπόν πάλι στο αχούρι μου, διότι δεν είσαι για να γίνεις άνθρωπος» και αποδεικνύοντας ότι είναι δικός του τον παίρνει πάλι πίσω.

****
Μια νύχτα μάλωσε ο Χότζας με την γυναίκα του η οποία οργισμένη που ήταν, δίνει μία κλωτσιά στον Χότζα και τον κατρακύλησε κάτω από την σκάλα. Οι γείτονες ακούγοντας τον θόρυβο αυτό, όταν ξημέρωσε, ρώτησαν τον Χότζα τι συνέβη.
Αυτός απάντησε ότι μάλωσε με την γυναίκα του.
-«Πολύ καλά», είπαν αυτοί, «αλλά τόσος θόρυβος τι ήταν;»
-«Ενώ μαλώναμε με την γυναίκα μου,» είπε, «θύμωσε πολύ και με μια κλωτσιά κατρακύλησε το ράσο μου κάτω απ΄ την σκάλα».
Αλλά όταν τον παρατήρησαν ότι με το κατρακύλισμα του ράσου δεν ήταν δυνατόν να γίνει θόρυβος,
-«Ε!,» τους λέει, «τι στενοχωρήστε τόσο; Δεν καταλάβατε ότι βρέθηκα και εγώ μέσα στο ράσο;»

****
Μια φορά ο Χότζας λέει:
-«Ω πιστοί, ευχαριστήσατε τον ύψιστο Θεό, διότι δεν έκαμε τις καμήλες με φτερά; Αλλιώς θα κάθονται επάνω στα σπίτια μας και τους κήπους μας και θα γκρεμιζόντουσαν στα κεφάλια σας»

****
Μία μέρα μεταβαίνοντας ο Χότζας σε λουτρό και βλέποντας ότι κανείς δεν υπήρχε, στενοχωρήθηκε και άρχισε να τραγουδά.
Η φωνή του άρεσε και λέει στον εαυτόν του
-«Λοιπόν, τέτοια ωραία φωνή έχω εγώ;» και αμέσως αφού βγήκε απ΄ το λουτρό ανεβαίνει κατ΄ ευθείαν στο μιναρέ και ενώ ήταν μεσημέρι αρχίζει να αναγγέλλει προσευχή.
Κάποιος περαστικός ακούγοντας από τον μιναρέ να προσκαλεί ο Χότζας τους πιστούς στην προσευχή, είπε
-«Ω αμαθέστατε και με τέτοια ελεεινή φωνή προσκαλείς τους πιστούς;»
Ο Χότζας αμέσως ανταποκρίνεται
-«Ω άνθρωπε», του λέει, «αν βρισκόταν κανείς αγαθοεργός κι έκτιζε και δω πάνω κανένα λουτρό, θα με απάλλασσε από αυτήν την ελεεινή φωνή!»

****
Σε κάποιο ταξίδι του ο Χότζας μπαίνει να περάσει τη νύχτα του σ’ ένα παμπάλαιο χάνι. Πέφτει για ύπνο αλλά από το φόβο και την αγωνία του δεν μπορεί να κλείσει μάτι. Oλη νύχτα, από το ταβάνι ακούγονται θόρυβοι σαν να τρίζουν τα δοκάρια της σκεπής.
Το πρωί, πολύ νωρίς, κι ενόσω ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το ετοιμόρροπο κτήριο, συναντάει στην πόρτα τον ξενοδόχο. Του λέει για τους νυχτερινούς θορύβους και τον συμβουλεύει να πάρει κανένα μάστορα να του φτιάξει το ταβάνι. Ο άλλος, με δουλικό χαμόγελο, πασχίζει να δικαιολογήσει την κατάσταση στον άνθρωπο του Θεού.
«Χωρίς λόγο φοβήθηκες, Χότζα μου. Οι θόρυβοι που άκουσες ήταν οι φωνές του κτηρίου που δοξολογούσαν το Θεό! Εσύ, άλλωστε, ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πως όλα τα όντα του σύμπαντος υμνούν το Θεό διαρκώς και ακατάπαυστα!»
Κι ο Χότζας: «Μα ναί, φίλε μου, γι’ αυτό το λόγο ανησύχησα κι εγώ. Είπα, μήπως μετά τους ύμνους αρχίσει και τις μετάνοιες το ευλογημένο το ερείπιο!»

****
Η γυναίκα και ο γάιδαρός του ήταν οι μεγάλες αγάπες του Χότζα. Όμως, μέσα σε μια χρονιά έχασε και τους δύο.
Πρώτα πέθανε η γυναίκα του. Την πένθησε για λίγο και, πάνω που η ζωή του άρχισε να κυλάει κανονικά, χάνει και το αγαπημένο του ζωντανό.
Μετά το δεύτερο χαμό πια, ήταν απαρηγόρητος. Δεν έτρωγε, δε γελούσε, δε μίλαγε σε κανένα. Έμενε διαρκώς κλεισμένος στο σπίτι και πενθούσε.
Βλέποντάς τον οι συγχωριανοί του σ’ αυτή την κατάσταση είπαν, πως αν πάει έτσι το πράγμα, θα τον χάσουν. Ετοιμάζουν λοιπόν ο καθένας κι από ένα δωράκι: οι φημισμένες μαγείρισσες του χωριού φτιάχνουν μεζέδες και νόστιμα καλούδια, τα παιδιά μαζεύουν λουλούδια και μανιτάρια απ’ το δάσος κι όλοι μαζί έρχονται στο Χότζα να τον παρηγορήσουν και να τον παρακαλέσουν να σταματήσει πια αυτό το βαρύ πένθος και να βγει επιτέλους στον κόσμο. Στις μαύρες του ο Χότζας ανοίγει την πόρτα, τους καλωσορίζει κι ο καθένας του προσφέρει ό,τι έχει φέρει.
Σε μια στιγμή κάποιος τον ρωτάει «Χότζα μου, γιατί τόσο μεγάλη στενοχώρια για το γάιδαρό σου; Έτσι δεν πένθησες ούτε τη γυναίκα σου!»
«Πώς να μην πενθώ;» λέει με παράπονο. «Όταν πέθανε η γυναίκα μου, τρέξατε αμέσως όλοι, με παρηγορήσατε, μου είπατε πως ήταν θέλημα Θεού και να μη στενοχωριέμαι, μου υποσχεθήκατε πως θα μου βρείτε άλλη γυναίκα, και ξεκινήσατε να μου κάνετε προξενιά για να ξαναπαντρευτώ. Έτσι κι εγώ ξέχασα τον πόνο μου. Όταν όμως έχασα τον γάιδαρό μου, κανένας δεν ασχολήθηκε μαζί μου. Ούτε με παρηγορήσατε, ούτε καινούργιο γάιδαρο μου τάξατε!»

****
Χάζευε μια μέρα ο Χότζας στο παζάρι του χωριού και βλέπει κόσμο μαζεμένο γύρω από έναν τσαρλατάνο που προσπαθούσε να πουλήσει ένα σπαθί ισχυριζόμενος πως είναι μαγικό γιατί κάποτε ανήκε σε κάποιον άγιο.
«Όταν το κρατάς στο χέρι και πολεμάς τους απίστους, το μήκος του τριπλασιάζεται» φώναζε.
Ο κόσμος άκουγε με προσοχή, μερικοί έπαιρναν στα χέρια το σπαθί και το περιεργάζονταν, ενώ κάποιοι έδειχναν έτοιμοι ακόμα και να πληρώσουν αδρά για να το αποκτήσουν
Τι να κάνει ο Χότζας για να τους ξυπνήσει; Τρέχει σπίτι του, αρπάζει τη μασιά από το τζάκι κι επιστρέφει στο παζάρι. Στέκεται απέναντι από το σημείο όπου τσακώνονταν για το ποιος θα χρυσοπληρώσει πρώτος το μαγικό όπλο του αγίου κι αρχίζει να φωνάζει. "Μαγική μασιά, μαγική μασιά! Ανήκει στην αγία γυναίκα μου. Όταν μου την πετάει μέσα τον καβγά το μήκος της τετραπλασιάζεται. Πάντα με πετυχαίνει, πότε στην πλάτη, πότε στο κεφάλι, δε λαθεύει ποτέ. Εδώ η μαγική μασιά!»

****
Μια μέρα ο Χότζας παίρνει λίγη μαγιά γιαουρτιού και πηγαίνει στη μεγάλη λίμνη του Ακσεχίρ, της πόλης που ζει. Προσθέτει λίγο νερό από τη λίμνη στη μαγιά και, σιγά σιγά με το κουτάλι, αρχίζει να ρίχνει τη μαγιά στη λίμνη ανακατεύοντάς την με τα νερά όπως ακριβώς κάνουν οι γιαουρτάδες με το χλιαρό γάλα.
Περνάει κάποιος από κει, τον βλέπει και ρωτάει τι κάνει στα νερά της λίμνης με το κουτάλι στο χέρι.
«Ρίχνω μαγιά στη λίμνη να την κάνω γιαούρτι» του απαντάει
Έκπληκτος ο άλλος, «μα Χότζα μου, τη μαγιά τη βάζουμε στο γάλα, όχι στο νερό. Είναι δυνατόν να γίνει γιαούρτι όλη η λίμνη;» του λέει, αγνοώντας το επαναστατικό πνεύμα του Χότζα.
«Μωρέ, αυτά που ξέρεις εσύ, τα ξέρω κι εγώ. Σκέψου όμως να πιάσει η μαγιά!»

****
Έρχεται μια μέρα μια κυρία και του ζητάει να της προτείνει κάτι για το παιδάκι της που δεν κοιμάται τα βράδια. Ο Χότζας πηγαίνει στο σεντούκι όπου φυλάει τα βιβλία και βγάζει από μέσα έναν ογκώδη τόμο φιλοσοφικού περιεχομένου.
«Δώσε του αυτό το βιβλίο και σίγουρα θα κοιμηθεί. Όποτε το διαβάζουν οι μαθητές μου, τους παίρνει αμέσως ο ύπνος».

****
Την εποχή του Χότζα οι ιερείς δεν ήταν υπάλληλοι και δεν πληρώνονταν από το κράτος ζούσαν με τις ελεημοσύνες των πιστών της ενορίας, μ’ αυτά που λέμε «τυχερά».
Κάποτε ο Χότζας υπηρετούσε σε μια ενορία με πολύ τσιγκούνηδες ανθρώπους που "δεν έδιναν τ’ αγγέλου τους νερό", πόσο μάλλον μπαξίσι στον ιερέα. Υπέφερε ο καημένος αλλά, παρόλα αυτά, συνέχιζε με συνέπεια το πνευματικό του έργο.
Μιά μέρα στο κήρυγμα του, ανέφερε στους πιστούς πώς, σύμφωνα με την ισλαμική θρησκεία, ο Ιησούς είναι ένας από τους προφήτες του Αλλάχ. Μετά το τέλος του κηρύγματος έρχεται μια κυρία και τον ρωτάει: «Χότζα μου, είπες πως ο προφήτης Ιησούς ζει στο τέταρτο επίπεδο του ουρανού. Απορώ τί βρίσκει να φάει και να πιει εκεί πάνω, που δεν υπάρχει τίποτα εκτός από αέρα;»
Ο Χότζας, ξέροντας πως η κυρία είναι η καλύτερη μαγείρισσα της ενορίας αλλά αυτός ούτε ένα ντολμαδάκι από τα χέρια της δεν έχει δοκιμάσει, «κυρά μου, εδώ δε σκέφτεσαι τί τρώει και τί πίνει ο Χότζας που ζει δίπλα σου και σκέφτεσαι τον Προφήτη που ζει στον τέταρτο ουρανό;» απαντάει με πικρία.

****
Πολλές φορές η υπερβολή είναι κομμάτι της καθημερινότητας. Στην παρέα, όταν μάλιστα γίνεται χρήση ποτού και ναργιλέ, συχνά λέγονται τα πιο απίστευτα πράγματα.
Ο Χότζας κάθεται ένα μεσημέρι με την παρέα του κι έτσι που τρώνε, πίνουν και καπνίζουν, λέγοντας ο καθένας ό,τι του κατέβει, παίρνει φόρα και ισχυρίζεται πολύ σοβαρά πως είναι άγιος.
«Αν είσαι άγιος, κάνε ένα θαύμα» του φωνάζει κάποιος.
«Πείτε τί θέλετε κι εγώ θα το κάνω» απαντάει αυτός.
«Να διατάξεις το βουνό να έρθει εδώ μπροστά μας!»
Ο Χότζας, με ύφος Μωυσή, σηκώνεται από τη θέση του, πηγαίνει στο παράθυρο και καλεί το βουνό να σηκωθεί και να έρθει αμέσως κοντά του. Το βουνό όμως δε συνεργάζεται και, πριν αρχίσουν οι υπόλοιποι να αμφισβητούν την αγιοσύνη του, ο Χότζας πηδάει από το παράθυρο και παίρνει το δρόμο κατά ’κει.
«Που πας, Χότζα μου;» του φωνάζουν οι φίλοι του.
«Αφού δεν πάει το βουνό στο Μωάμεθ, πάει ο Μωάμεθ στο βουνό!» απαντάει εκείνος.

****
Ένας μικρός στάβλος κι ο αγαπημένος του γάιδαρος ήταν η μόνη περιουσία του Χότζα. Η γυναίκα του όμως τον έτρωγε να πάρουν μια αγελάδα.
«Ν’ αγοράσουμε, Χότζα μου μια αγελάδα! Και το φρέσκο γάλα μας θα έχουμε κάθε μέρα, και θα φτιάχνουμε τα δικά μας τυριά.»
«Δε χωράει ο στάβλος δύο ζώα, μωρέ γυναίκα, είναι μικρός» της έλεγε εκείνος.
Πες πες αυτή όμως τον έπεισε. Πάει ο Χότζας στο παζάρι, αγοράζει μια αγελάδα και τη βάζει στο στάβλο μαζί με το γάιδαρο.
Ο καιρός περνάει κι ο Χότζας παρατηρεί με λύπη πως ο γάιδαρος, στριμωγμένος στη γωνιά του, υποφέρει από την τεράστια αγελάδα .
«Θεούλη μου, δεν μπορείς να πάρεις την ψυχή αυτής της αγελάδας να ηρεμήσει πια ο γαϊδαράκος μου;» παρακαλεί το Θεό καθημερινά.
Ώσπου μια μέρα ανοίγει την πόρτα του στάβλου και τί να δει! Το γάιδαρο ψόφιο στο πάτωμα και την αγελάδα δίπλα του να μασουλάει ανέκφραστη τα άχυρά της. Πολύ στενοχωρημένος, πιάνει το ψόφιο ζώο από την ουρά, το σέρνει έξω και πηγαίνοντάς το να το θάψει κοιτάζει προς τον ουρανό κουνώντας το κεφάλι του.
«Τί να σου πω; Τόσα χρόνια Θεός και δεν έχεις μάθει να ξεχωρίζεις το γάιδαρο από την αγελάδα!» λέει στον παντοδύναμο.

****
Του λένε μια μέρα πως η γυναίκα του τριγυρνάει διαρκώς κι όλο επισκέψεις κάνει.
«Μπά, δεν το πιστεύω. Αν πράγματι ήταν έτσι, θα πέρναγε κι από το σπίτι καμιά φορά» απαντάει ο Χότζας, αλλά οι φίλοι του επιμένουν.
«Κοίτα, καημένε, να της πεις να κάθεται στο σπίτι της» του λένε.
«Εντάξει! Άν τύχει και τη συναντήσω, θα της το πω».

****
Ένα βράδυ που είχε τρυφερές διαθέσεις ο Χότζας, για ν’ ανοίξει κουβέντα ρωτάει τη γυναίκα του:
«Χανουμάκι μου γλυκό, το γείτονα μας τον Μεμέτ, τον παπουτσή, πώς τον λένε;»
Φαίνεται πως η χανούμισσα δεν είχε και πολύ διάθεση κι απάντησε κοφτά:
«Μόνος σου το είπες, Μεμέτ τον λένε.»
«Συγγνώμη, γλυκιά μου, τι δουλειά κάνει, ήθελα να πω.»
«Παπουτσής! Αφού εσύ το είπες, τί με ρωτάς;»
«Αχ, πάλι λάθος έκανα! Ήθελα να ρωτήσω πού μένει, ψυχή μου!»
«Θα μας τρελάνεις, αφέντη! Γείτονάς μας δεν είπες πως είναι;»
Μετά τη χαριστική βολή ο Χότζας παραδίνει τα όπλα και, γυρίζοντας από την άλλη πλευρά του κρεβατιού, μουρμουρίζει χολωμένος:
«Αμάν ρε γυναίκα, ώρες ώρες δε μιλιέσαι!»

****
Είναι με την παρέα του ο Χότζας κι αρχίζουν να τρώνε και να πίνουν. Δεν έχουν όμως μουσικούς και, ανατολίτικο φαγοπότι χωρίς μουσική δε γίνεται. Σκέφτονται τι μπορούν να κάνουν και σε μια στιγμή ρωτούν το Χότζα αν ξέρει να παίζει μπαγλαμά.
«Φυσικά και ξέρω!» απαντάει.
Του δίνουν έναν μπαγλαμά και περιμένουν να παίξει για να συνοδέψουν το σκοπό με τραγούδι. Πιάνει αυτός την πένα κι αρχίζει να βαράει τις χορδές.
«Τι κάνεις, Χότζα μου, δεν παίζουν έτσι μπαγλαμά!» του φωνάζει κάποιος. «Με το δεξί χτυπάς τις χορδές και με το αριστερό ψάχνεις πάνω κάτω τις νότες!»
«Αυτοί που ψάχνουν πάνω κάτω τις νότες είναι αρχάριοι? δεν τις έχουν μάθει ακόμα. Εγώ τις νότες τις έχω βρει, δεν χάνω χρόνο στο ψάξιμο!»

****
Έσφαξε μια χήνα ο Χότζας, την έψησε στο φούρνο, φορτώθηκε το ταψί και ξεκίνησε να την πάει ρεγάλο στο σουλτάνο. Στο δρόμο όμως, έτσι όπως μοσχοβολούσε το κρέας, πολύ το ορέχτηκε. Διακριτικότατα τσιμπάει ένα κομματάκι από το μπούτι, το τρώει και τρελαίνεται από τη νοστιμιά.
«Μωρέ τι ωραία που την έψησα!» μονολογεί και, πολύ επιδέξια κόβει όλο το μπούτι και το καταβροχθίζει.
Μόλις όμως συνειδητοποιεί τι έκανε, πιάνει το ψητό, το αναποδογυρίζει και βάζει την πειραγμένη μεριά από κάτω, ελπίζοντας ότι ο σουλτάνος θα φάει το μπούτι που φαίνεται, θα χορτάσει, και δεν θα αναζητήσει το δεύτερο.
Για κακή του τύχη όμως ο αγαπημένος μεζές του Ταμερλάνου είναι τα μπούτια και, μόλις τρώει το ένα, αναποδογυρίζει το ψητό αναζητώντας και το δεύτερο.
Φυσικά δεν το βρίσκει και βγαίνει από τα ρούχα του.
«Χότζα, το δεύτερο μπούτι τί τό ’κανες;»
Ο φουκαράς ξεφούρνισε ό,τι του κατέβηκε εκείνη τη στιγμή.
«Ξέρεις, πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, εδώ στα μέρη μας οι χήνες έχουν μόνο ένα πόδι!»
Ο Μογγόλος σηκώνεται από το θρόνο του, παίρνει το Χότζα από το χέρι και τον πάει στη βρύση του χωριού, όπου μαζεύονταν οι χήνες. Ήταν μια παγωμένη χειμωνιάτικη μέρα και τα πουλιά είχαν χώσει το ένα τους πόδι μέσα στο φτέρωμά τους για να το ζεστάνουν όπως κάνουν όλα τα νηκτικά πτηνά. Όλες λοιπόν οι χήνες στέκονταν στο ένα τους ποδάρι.
Βλέποντάς τις ο Χότζας παίρνει θάρρος και λέει στο σουλτάνο: «Βλέπεις και μόνος σου, άρχοντά μου! Οι χήνες έχουν μόνο ένα πόδι!»
Ο Ταμερλάνος διατάζει έναν απ’ τους παρευρισκόμενους να πετάξει τη μαγκούρα του στις χήνες. Τα πουλιά τρομοκρατημένα τρέχουν ξεφωνίζοντας δεξιά κι αριστερά με τα δυο τους πόδια φυσικά.
«Τί έχεις να πεις τώρα, Χότζα; Οι χήνες έχουν ένα πόδι;» τον ρωτάει σαρκαστικά ο σουλτάνος.
«Πολυχρονεμένε μου, αν αυτή η μαγκούρα έπεφτε πάνω στο δικό σου το κεφάλι, τώρα θα έφευγες με τα τέσσερα. Αυτό όμως δε σημαίνει πως είσαι και τετράποδο!»

****
Ο Νασραντιν ανοιγει στον κηπο του μια βαθεια τρυπα και μετα την γεμιζει
με πετρες.Ο γειτονας το βλεπει και τού κανει ειρωνικα
-Χοτζα,καλα τις ξεφορτωθηκες τις πετρες,αλλα το χωμα που εβγαλες που θα
το βαλεις;
-ειναι απλο:θα ανοιξω μια τρυπα και θα το ριξω μεσα!
-μπραβο! αλλά δεν μού λες,το χωμα που θα βγαλεις απο την δευτερη
τρυπα,πού θα το βαλεις; θα ανοιξεις μηπως μια τριτη;
-κοιτα,μη μού ζαλιζεις τα αυτιά!....δεν αδειαζω να σού εξηγησω το σχεδιο
μου σε ολες του τις λεπτομερειες.

-Δεν υπάρχει κάτι που να μην μπορώ να το απαντήσω με την επιστήμη μου,
είπεένας λόγιος στον Νασραντίν.
-Κι όμως, πριν μια εβδομάδα ένας χωρικός μου έκανε μια ερώτηση που δεν
κατόρθωσα να απαντήσω, είπε ο Νασραντίν.
-Αν ήμουν εκεί θα του είχα απαντήσει, είπε ο λόγιος.
-Πολύ καλά λοιπόν. Με ρώτησε Τι γυρεύεις στο σπίτι μου, τρεις η ώρα το
πρωί.

Μια φορά κι έναν καιρό ο Χότζας πήγε στον μπακάλη και αγόρασε δυο αυγά
αλλά ξέχασε να πάρει τα χρήματα από το σπίτι και ο μπακάλης τού έδωσε τ'
αυγά με την προϋπόθεση ότι θα τα πληρώσει την άλλη μέρα.
Την επόμενη μέρα ξέχασε να πάει τα χρήματα και τα πήγε μετά από 10
μέρες. Ο μπακάλης τότε του ζήτησε πολλά χρήματα. Ο Χότζας ξαφνιάστηκε
και είπε :
- Για δυο αυγά να σε πληρώσω τόσα πολλά λεφτά;
- Αν αυτά τα δυο αυγά τα κλωσούσε η κότα θα γινόντουσαν πουλιά, τα
πουλιά θα γινόντουσαν κότες, οι κότες ξανά θα γεννούσαν άλλα πουλιά.....
Θύμωσε ο Χότζας κι έφυγε. Ο μπακάλης όμως δεν τον άφησε και τον έκανε
μήνυση. Όταν έφτασε η μέρα της δίκης, τον κάλεσαν να πάει στο
δικαστήριο. Ο Χότζας ήταν πολύ πονηρός κι άργησε να πάει. Όταν έφτασε
καθυστερημένος ο πρόεδρος τον ρώτησε :
- Γιατί άργησες βρε Χότζα;
- Με συγχωρείς κύριε πρόεδρε για την καθυστέρηση. Έβραζα σιτάρι για το
σπείρω αύριο.
- Τι κουταμάρες μας λες βρε Χότζα; Σπέρνεται το βρασμένο σιτάρι;
- Δε μου λες κύριε πρόεδρε, τα αυγά άμα τα βράσεις και τα φας γίνονται
κότες; Γίνονται πουλιά; Γεννούνε;
Ο πρόεδρος τον αθώωσε και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Ο Χότζας μια μέρα αγόρασε συκώτι και ενώ πήγαινε σπίτι του, τον συναντά
κάποιος φίλος του και τον ρωτάν πως θα το ψήσει.
Ο Χότζας είπε ότι θα το ψήσει όπως συνήθως όλος ο κόσμος το ψήνει.
-«Α! Όχι,, του λέει φίλος του. «Υπάρχει και ένα άλλος τρόπος να το
ψήσεις και τότε να δεις τι νόστιμο που θα γίνει»
Τότε ο Χότζας είπε: «Επειδή δεν μπορώ να κρατήσω στη μνήμη μου αυτότον
τρόπο, σε παρακαλώ να τον γράψεις σε ένα χαρτί, και διαβάζοντας, να το
ψήσω».
Ο Χότζας με εκείνη την όρεξη, ενώ έτρεχε στο σπίτι του, ένα γεράκι
αρπάζει το συκότι από τα χέρια του και πέταει ψιλά.
Ο Χότζας, χωρίς να στενοχωρηθεί, δείχνοντας στο γεράκι την συνταγή του
φίλου του είπε:
-«Άδικα κοπιάζεις, δεν θα καταλάβεις τίποτα από το φαγητό. Μου πήρες το
συκώτι αλλά όχι και την συνταγή!»

Μια μέρα οι γείτονες βλεπουν το Χοτζα να ριχνει ψίχουλα στην αυλή του.
Τον ρώτησαν,
-τι κάνεις εκεί;
-διώχνω τις τίγρεις.
-Μα γιατί; τίγρεις δεν υπάρχουν εδώ! και ο Χότζας απαντά:
-είδες τι αποτελεσματικό όπλο είναι να ρίχνεις ψίχουλα στην εξώπορτα;
διώχνει τις τίγρεις!

****
Μια καλοκαιριάτικη μέρα ο Νασρεντίν φόρτωσε το γαϊδούρι του με διάφορες
πραμάτειες και ξεκίνησε πρωί πρωί από το χωριό του για να της πάει στην
πόλη που είχε παζάρι και να τις πουλήσει. Στα μισά του δρόμου πείνασε
και σκέφτηκε να φάει το μισό από το καρπούζι που είχε πάρει μαζί του για
ώρα ανάγκης. Σταμάτησε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, χώρισε με το μαχαίρι
του το καρπούζι στα δύο κι ύστερα έκοψε την πρώτη φέτα. Την πιάνει με τα
δυο του χέρια, της δίνει μια μεγάλη βαθιά δαγκωνιά και: «φτου..», έκανε
με αηδία κι έφτυσε το καρπούζι στο χώμα, γιατί ήταν τελείως άγλυκο σαν
αγγούρι! Ύστερα πήρε όλο το καρπούζι και με φοβερό θυμό το σήκωσε ψηλά
και το πέταξε σε μια πέτρα, κάνοντάς το κομμάτια που σκόρπισαν γύρω από
την πέτρα. Και σαν μην έφτανε αυτό, πήγε πάνω από τα κομμάτια του
καρπουζιού και τα κατούρησε. Έτσι, αφού ξεθύμανε, καβάλησε το γαϊδούρι
του και πήγε στο παζάρι, στην πόλη. Η μέρα του πήγε πολύ καλά αφού
πούλησε όλη του την πραμάτεια και κατά το μεσημεράκι καβάλησε το
γαϊδούρι του και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Την ώρα του καταμεσήμερου
κι ενώ ο καλοκαιριάτικος ήλιος έκαιγε βασανιστικά, βρέθηκε να περνάει
δίπλα από το δέντρο όπου το πρωί είχε κομματιάσει το άνοστο καρπούζι.
Ένοιωθε τρομερή δίψα. Σταμάτησε το γαϊδούρι δίπλα στο δέντρο, και
κοίταξε το κομματισμένο καρπούζι που ήταν ακόμα εκεί κάτω από τη σκιά
του. Ξεκαβάλησε και πλησίασε τα κομμάτια του καρπουζιού. Γονάτισε,
διάλεξε ένα κομμάτι καρπουζιού που ήταν κάπως μακριά από την πέτρα και
στριφογυρίζοντας το στο χέρι του ψιθύρισε, «αυτό δεν το έχω κατουρήσει»
και το έφαγε. Ύστερα βρήκε ένα άλλο, «ούτε κι αυτό το έχω κατουρήσει»
είπε και το έφαγε. Ύστερα πήρε άλλο ένα, έπειτα κι άλλο ένα και
ψιθυρίζοντας πάντα, «αυτό δεν το έχω κατουρήσει», έφαγε όλο το
κομματιασμένο και κατουρημένο καρπούζι, και ξεδιψασμένος ανέβηκε στο
γαϊδούρι του και γύρισε ευχαριστημένος στο χωριό του.

Μια μέρα, εκεί που περπατούσε ο Νασρεντίν σ’ ένα στενό, ένας μάστορας
που έφτιαχνε τα κεραμίδια σε μια στέγη, γλίστρησε κι ήρθε
και…«προσγειώθηκε» πάνω στο Χότζα! Ο μάστορας δεν έπαθε τίποτα, αλλά ο
Νασρεντίν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με σπασμένο σβέρκο!
- Και τι δίδαγμα βγάζεις απ’ αυτό που σου συνέβη; τον ρώτησε ένας φίλος
του που πήγε να τον δει, κι ο Χότζας του απάντησε:
- Να μην το βάζεις κάτω πιστεύοντας στο αναπόφευκτο, ακόμα κι όταν μια
αιτία κάνει το αποτέλεσμα να μοιάζει αναπόφευκτο. Απέφευγε θεωρητικές
υποθέσεις, όπως, «όταν ένας άνθρωπος πέσει από μία στέγη, αναπόφευκτα θα
σπάσει τον σβέρκο του», γιατί όπως έδειξε αυτό που μου συνέβη, ο
μάστορας έπεσε από τη στέγη, αλλά το δικό μου σβέρκο έσπασε.

Ο Νασρεντίν έχασε τον γάιδαρό του και οι συχωριανοί του προσπαθούν να
τον παρηγορήσουν.
- Μπορεί να έχασες τον γάιδαρό σου, Νασρεντίν, αλλά δεν χρειάζεται να
στεναχωριέσαι περισσότερο απ’ όσο όταν έχασες την πρώτη σου γυναίκα.
- Αν θυμάστε, όταν έχασα την πρώτη μου γυναίκα, όλοι οι συγχωριανοί
είπατε: Θα σου βρούμε κάποια άλλη. Μέχρι τώρα όμως, κανένας δεν
προσφέρθηκε να αντικαταστήσει τον γάιδαρό μου!

Ο Νασρεντίν έστειλε ένα παιδί να φέρει νερό από την πηγή.
- Πρόσεξε να μην σπάσεις το σταμνί! του φώναξε και έδωσε ένα σκαμπίλι
στο παιδί.
Ένας περαστικός ρώτησε τον Νασρεντίν γιατί χτύπησε κάποιον που δεν έχει
κάνει τίποτα.
- Μα άνθρωπέ μου, είπε ο Νασρεντίν, θα ήταν ανώφελο να τιμωρήσω το παιδί
όταν θα είχε πια σπάσει το σταμνί, έτσι δεν είναι;

****
Κάποτε ο Χότζας έκανε έρανο για τους φτωχούς και πήγε σε ένα πλουσιόσπιτο
για να ζητήσει βοήθεια.
— Το αφεντικό μου δεν είναι εδώ. Έφυγε πριν από αρκετή ώρα, είπε ο
υπηρέτης.
Ο Χότζας που είχε δει κάποια κίνηση στο παράθυρο του είπε:
— Πες στο αφεντικό σου, την άλλη φορά που θα βγει, να μην ξεχάσει να
πάρει και το πρόσωπό του μαζί του!

Το πλοίο φαινόταν έτοιμο να βυθιστεί και οι συνταξιδιώτες του Νασρεντίν
που είχαν γελάσει με την προειδοποίηση του, ότι θα έπρεπε να ετοιμάσουν
τις ψυχές τους για τον άλλο κόσμο, έπεσαν στα γόνατα και ζητούσαν
βοήθεια. Στους θρήνους τους υπόσχονταν τι θα έκαναν αν σώζονταν.
- Σταθείτε φίλοι! φώναξε ο Νασρεντίν. Τι γενναιοδωρία κι αυτή για τα
υλικά σας αγαθά! Αποφεύγετε να δεσμευτείτε όπως κάνατε μέχρι τώρα στη
ζωή σας. Εμπιστευτείτε με. Νομίζω πως βλέπω ξηρά!

Ένας γείτονας ήθελε να δανειστεί το σχοινί του απλώματος των ρούχων.
- Λυπάμαι, είπε ο Νασρεντίν, αλλά το χρησιμοποιώ. Στεγνώνω το αλεύρι.
- Για το Θεό, πως μπορείς να στεγνώσεις αλεύρι πάνω στο σχοινί του
απλώματος;
- Είναι λιγότερο δύσκολο απ’ ότι νομίζεις αν δε θες να το δανείσεις…

Κάποιος ρωτά τον Νασρεντίν:
- Ποιά είναι η έννοια του πεπρωμένου, Χότζα μου;
- Εικασίες.
- Πως αυτό;
- Υποθέτετε πως τα πράγματα πρόκειται να πάνε καλά και δεν πηγαίνουν.
Αυτό το λέτε κακή τύχη. Υποθέτετε ότι τα πράγματα πρόκειται να πάνε
άσχημα και δεν πηγαίνουν. Αυτό το λέτε καλή τύχη. Υποθέτετε ότι κάποια
συγκεκριμένα πράγματα πρόκειται να συμβούν ή να μην συμβούν. Και σας
λείπει τόσο η διαίσθηση ώστε να μην γνωρίζετε τι πρόκειται να συμβεί.
Υποθέτετε πως το μέλλον είναι άγνωστο. Όταν αιφνιδιάζεστε αυτό το
ονομάζετε «Πεπρωμένο».

Ρώτησαν κάποτε τον Χότζα:
- Όταν γίνεται νέο φεγγάρι, τι το κάνουν το παλιό;
Κι απαντά ο Νασρεντίν:
- Το σπάζουν σε μικρά τεμάχια, και το κάνουν άστρα.

Ένας φίλος του Χότζα ζήτησε δανεικά μερικά χρήματα και λίγη προθεσμία.
Και η απάντηση του Χότζα:
- Χρήματα δεν μπορώ να σου δώσω, αλλά επειδή είσαι φίλος μου, προθεσμία
σου δίνω όσο θέλεις.

Ο Νασρεντίν αφού αγόρασε λαχανικά στην αγορά, τα έβαλε στο δισάκι του.
Ανεβαίνει στον γάιδαρό του για να επιστρέψει στο σπίτι του και πέρασε το
δισάκι στο λαιμό του.
Στον δρόμο τον συνάντησε κάποιος και τον ρώτησε γιατί δεν βάζει το
δισάκι στο γάιδαρο, αντί να το σηκώνει αυτός στους ώμους του.
- Για να μην κουράσω περισσότερο το δυστυχισμένο τούτο ζώο!

Μια χειμωνιάτικη νύχτα, που ο Νασρεντίν κοιμότανε στο σπίτι του με τη
γυναίκα του, ακούστηκε έξω στο δρόμο ένας γέρος καβγάς.
Ο Νασρεντίν, που είχε τη συνήθεια να χώνεται πάντα στις υποθέσεις των
άλλων, για να βρίσκει την ευκαιρία να ξοδεύει το πνεύμα του, δεν άντεξε
στον πειρασμό κι αποφάσισε να βγει στο δρόμο και να δει τι συμβαίνει.
Στη βιασύνη του, έτσι γυμνός όπως ήταν, τυλίχτηκε με το πάπλωμα και βγήκε.
Αυτοί που είχανε στήσει τον καβγά, μόλις είδαν τον αγουροξυπνημένο
Χότζα, σταμάτησαν τη συμπλοκή, ρίχτηκαν απάνω του, του άρπαξαν το
πάπλωμα και εξαφανίστηκαν.
Το πάθημα του Χότζα ήταν απροσδόκητο. Ντροπιασμένος, γύρισε την κάμαρα
του και μόλις πήγε να ξαναχωθεί στο κρεβάτι του, άκουσε αδυσώπητη την
ερώτηση της γυναίκας του:
- Γιατί μάλωναν, Χότζα μου;
- Άστα γυναίκα. Ο καβγάς ήτανε για το πάπλωμα!

****
Βρήκαν τον Χότζα στην κοινοτική σιταποθήκη να χύνει στάρι από τα πιθάρια
των γειτόνων του στο δικό του και τον πήγαν στα δικαστήρια.
- Είμαι ανόητος, δεν ξεχωρίζω το στάρι τους από το δικό μου, ισχυρίστηκε.
- Τότε γιατί δεν έχυσες καθόλου στάρι από τα δικά σου πιθάρια στα δικά
τους; απάντησε ο δικαστής.
- Α! Μα ξεχωρίζω το στάρι μου από το δικό τους, δεν είμαι και τόσο ανόητος!

****
Η γυναίκα του Νασρεντίν Χότζα τού έλεγε πολύ άσχημα λόγια. Ήταν πολύ
θυμωμένη, απότομη, επιθετική, βίαιη, έτοιμη να εκραγεί. Και ο Νασρεντίν
απλώς καθόταν και άκουγε.
Τότε, ξαφνικά, εκείνη γύρισε προς το μέρος του και του είπε:
- Λοιπόν, πάλι διαφωνείς μαζί μου.
Ο Χότζας είπε:
- Μα, δεν είπα ούτε λέξη, της λέει ο Νασρεντίν.
- Το ξέρω, αλλά ακούς με μεγάλη επιθετικότητα, απάντησε η γυναίκα του.

Κάποτε που ο Νασρεντίν έκανε χρέη δικαστή, του έτυχε να δικάσει μια
περίεργη υπόθεση απάτης.
- Ο κατηγορούμενος Χότζα μου, άρχισε να λέει ο μηνυτής, ήρθε μια μέρα
και μου ζήτησε τον γάιδαρό μου για να μεταφέρει κάτι εμπορεύματα στην
πόλη και να μου τον επιστρέψει την επόμενη μέρα. Κι επειδή ήταν φίλος
και γείτονας του τον δάνεισα. Την άλλη μέρα το απόγευμα, έρχεται σπίτι
μου χωρίς το γάιδαρό μου και μου λέει ότι τον δάγκωσε ένα φίδι και
ψόφησε. Εντάξει, του λέω, αλλά πρέπει να μου τον πληρώσεις γιατί ψόφησε
στα χέρια σου. Κι εκείνος μου απάντησε ότι δεν μου δίνει πεντάρα κι
έφυγε. Δεν έχω δίκιο να ζητάω να μου τον πληρώσει;
- Δίκιο έχεις, απάντησε ο Νασρεντίν κι ύστερα γυρνώντας στον
κατηγορούμενο τον ρώτησε:
- Τι έχεις να πεις εσύ γι’ αυτό που σε κατηγορεί;
- Εγώ Χότζα μου, επειδή αυτός ο άνθρωπος ήταν φίλος και γείτονάς μου,
πήγα και του ζήτησα τον γάιδαρό του για να κουβαλήσω κάτι εμπορεύματα
για πούλημα στην πόλη. Τη νύχτα, όμως, καθώς γυρίζαμε πίσω δάγκωσε το
γάιδαρο του φίλου μου ένα φίδι κι εκείνος ψόφησε. Μόλις έφτασα το πρωί
περπατώντας στο χωριό, πήγα κατ’ ευθείαν στο σπίτι τού φίλου μου, του
είπα τι έγινε κι εκείνος μου ζήτησε να του δώσει λεφτά να πάρει
καινούργιο. Αλλά αφού δεν έφταιγα εγώ και τον γάιδαρο θα μπορούσε να τον
είχε δαγκώσει φίδι κι όταν τον είχε εκείνος, αρνήθηκα να του τον
πληρώσω. Δίκιο δεν έχω;
- Κι εσύ δίκιο έχεις, απάντησε ο Νασρεντίν.
Και τότε φώναξε κάποιος από το ακροατήριο:
- Μα Χότζα μου, τι λες; Δεν μπορεί να έχουν και οι δύο δίκιο!
- Κι εσύ δίκιο έχεις, απάντησε ο Νασρεντίν.

****
Η πείνα έκανε τον Χότζα να γίνει λαθρέμπορος. Σιγά σιγά όμως αυτό
διαδόθηκε και οι υπάλληλοι στο τελωνείο άρχισαν να του κάνουν
εξονυχιστικούς ελέγχους: σωματικό έλεγχο στον ίδιο και, παράλληλα,
ξεφόρτωναν και τον γάιδαρό του, έψαχναν τον σανό, άνοιγαν το σαμάρι,
αλλά, δυστυχώς γι’ αυτούς, ποτέ δεν μπορούσαν να βρουν τίποτα.
Ο Χότζας όμως πλούταινε κάθε μέρα και πιο πολύ και, σε μερικά
χρόνια, είχε αρκετά χρήματα για να πάει σε άλλη χώρα και να ζει πάμπλουτος.
Εκεί, μετά από πολύ καιρό, τον συνάντησε κατά τύχη κάποιος παλιός
αξιωματικός από το τελωνείο και τον ρώτησε:
— Τώρα δεν έχει καμιά σημασία βέβαια, Χότζα, αλλά είμαι περίεργος να
μάθω πού έκρυβες τα λαθραία χρυσαφικά, ασημικά και διαμαντικά και δεν
μπορούσαμε να τα βρούμε όσο κι αν ψάχναμε.
— Δεν έκανα λαθρεμπόριο κοσμημάτων, αλλά γαϊδάρων! είπε
αποστομωτικά εκείνος.

****
Ο Νασρεντίν καθόταν στην όχθη ενός ποταμού, όταν κάποιος που βρισκόταν στην άλλη όχθη του φώναξε:
- Έι! Πως θα έρθω απέναντι;
- Μα είσαι απέναντι, του απάντησε ο Νασρεντίν.

****
Μία νύχτα ο Νασρεντίν είδε στον ύπνο του ότι του χάρισαν 9 γρόσια. Ενώ
στον ύπνο του φιλονικεί και απαιτεί να συμπληρωθούν και γίνουν 10,
ξύπνησε και βλέπει ότι δεν είχε τίποτα στα χέρια του. Αμέσως κλείνει τα
μάτια του και απλώνει τα χέρια του λέγοντας:
- Δώσε μου και ας είναι εννέα γρόσια.

Ο Νασρεντίν έφερε στην αγορά τον γάιδαρό του και τον παρέδωσε στον
κήρυκα. Ήρθε ένας αγοραστής και παρατηρεί τα δόντια του να καταλάβει την
ηλικία του, αλλά ο γάιδαρος τον δάγκωσε. Ήρθε άλλος αγοραστής και σήκωσε
την ουρά του. Αλλά και τούτον κλώτσησε. Τότε ο κήρυκας είπε στον Χότζα:
– Τούτον τον γάιδαρο κανείς δεν τον αγοράζει, διότι και εκείνον που
περνά από εμπρός του τον δαγκώνει, και εκείνος που πηγαίνει από πίσω του
τον κλωτσά.
- Και καλά έκανε, διότι εγώ δεν τον έφερα να τον πουλήσω, είπε ο
Νασρεντίν, αλλά να μάθει ο κόσμος τι έχω τραβήξει απ αυτόν έως τώρα!

Μια μέρα μερικοί πιτσιρικάδες προσπαθούσαν να μοιράσουν καρύδια, που
είχαν σε ένα σακί. Αλλά δεν συμφωνούσαν και ξέσπασε ανάμεσά τους μεγάλος
καβγάς. Στο τέλος αποφάσισαν να πάνε στον Νασρεντίν Χότζα που είχε φήμη
ανθρώπου δίκαιου, να κάνει αυτός τη μοιρασιά.
- Θέλετε να σας τα μοιράσω με τον τρόπο που μοιράζει τα πράγματα ο Θεός
ή με τον τρόπο που τα μοιράζουν οι άνθρωποι;
- Με τον τρόπο που μοιράζει ο Θεός, ο Θεός!
Ο Νασρεντίν πήρε το μισό σακί, πάνω από διακόσια καρύδια, και τα έδωσε
στον πρώτο. Στο δεύτερο έδωσε μόνο δύο καρύδια. Στον τρίτο έδωσε είκοσι.
Οι πιτσιρικάδες άρχισαν να φωνάζουν.
- Τι κάνεις εκεί πέρα; Εμείς θέλουμε να πάρει καθένας τα ίδια.
Αλλά ο Νασρεντίν δεν καταλάβαινε τίποτα.
- Μόνο οι αφελείς πιστεύουν σε τέτοιες ανοησίες. Ο Θεός μοιράζει τα
πράγματα όπως εγώ σας μοιράζω τώρα τα καρύδια.

Ο Νασρεντίν είχε χάσει το κλειδί του σπιτιού του. Πήγε κάτω από μια
κολόνα που έφεγγε ένας φανός κι έψαχνε μέσα στη νύχτα, κάνοντας μεγάλη
φασαρία. Μαζεύτηκε κόσμος κι όλοι ήθελαν να τον βοηθήσουν. Άρχισαν να
ψάχνουν κι αυτοί μαζί του.
- Πες μου Χότζα, τον ρώτησε στο τέλος κάποιος, είσαι σίγουρος πως έχασες
το κλειδί εδώ, σ’ αυτό το μέρος;
- Όχι, απάντησε ο Νασρεντίν, αλλά μόνο εδώ έχει φως. Εγώ θέλω πάντα να
βλέπω τι κάνω.

Μια φορά ο Νασρεντίν ανέβηκε στον άμβωνα να διδάξει. Καθώς μιλούσε, ρωτάει:
- Ω πιστοί! Καταλαβαίνετε αυτά που σας λέω;
- Όχι! αποκρίθηκε ο κόσμος.
- Αφού δεν καταλαβαίνετε, τότε τι κάθομαι και μιλάω; απάντησε ο
Νασρεντίν και κατέβηκε απ’ τον άμβωνα.
Μια άλλη φορά που ανέβηκε στον άμβωνα, ενώ δίδασκε ξανάκανε την ίδια
ερώτηση:
- Ω πιστοί! Καταλαβαίνετε αυτό που σας λέω;
- Ναι, απάντησαν αυτοί.
- Αφού το καταλαβαίνετε, είναι περιττό να σας το διδάξω, είπε
κατεβαίνοντας και πάλι απ΄ τον άμβωνα.
Απόρησε τότε ο κόσμος και αποφασίζει όταν πάλι ανέβει ο Νασρεντίν στον
άμβωνα και ρωτήσει, άλλοι θα απαντήσουν ότι το γνωρίζουν και άλλοι ότι
δεν το γνώριζαν. Έτσι, όταν ο Νασρεντίν κάποια άλλη μέρα ανέβηκε και
πάλι στον άμβωνα, έκανε την ίδια ερώτηση:
- Ω πιστοί! Καταλαβαίνετε αυτό που σας λέω;
Οι ακροατές απάντησαν άλλοι ότι γνώριζαν και άλλοι ότι δεν γνώριζαν. Ο
Νασρεντίν τότε κατεβαίνει απ’ τον άμβωνα και λέει:
- Αυτοί που το κατάλαβαν, ας διδάξουν εκείνους που το αγνοούν!

Ο Νασρεντίν αποφάσισε ένα ηλιόλουστο πρωινό να κάνει έναν όμορφο
περίπατο κατά την θάλασσα. Καθώς πλησίαζε στη προκυμαία άκουσε φωνές και
είδε πολύ κόσμο συγκεντρωμένο να χειρονομεί και να τρέχει πάνω κάτω.
Πλησίασε πιο κοντά και είδε έναν άνθρωπο που είχε πέσει κατά λάθος στο
νερό. Όπως δεν ήξερε κολύμπι, κτυπούσε πανικόβλητος χέρια και πόδια,
χανόταν μέσα στο κύματα και όποτε κατόρθωνε να βγάλει λίγο το κεφάλι του
καλούσε μισοπνιγμένος σε βοήθεια.
Οι άνθρωποι έσκυβαν όσο μπορούσαν πάνω από το νερό και του φώναζαν:
- Δώσε μας το χέρι σου! Δώσε μας το χέρι σου!
Τίποτα αυτός! Σαν να ήταν κουφός συνέχιζε να χτυπιέται. Οι άνθρωποι όλο
και πλήθαιναν γύρω του και του φώναζαν όλο και πιο δυνατά:
- Βρε άνθρωπε, δεν ακούς; Δώσε μας το χέρι σου! Θα πνιγείς!
Τίποτα αυτός.
Κάποια στιγμή, μέσα στο πανικό και την αγωνία που επικρατούσε, επειδή
κανείς δεν ήθελε να πνιγεί ο άνθρωπος αυτός, αλλά και κανείς δε μπορούσε
να κάνει τίποτα περισσότερο, κάποιος πήρε είδηση τον Νασρεντίν που
παρακολουθούσε ατάραχος τη σκηνή.
Να ο Χότζας, αναφώνησε το πλήθος. Κάντε χώρο να κάνει κάτι. Σίγουρα θα
ξέρει αυτός τι να κάνει, σαν άνθρωπος του Θεού που είναι.
Αμέσως τότε όλοι έκαναν χώρο και ο Νασρεντίν έσκυψε στο νερό και κάτι
είπε σιγανά στον μισοπνιγμένο. Αμέσως τότε εκείνος έδωσε το χέρι του και
ο Νασρεντίν το έπιασε και τον έσυρε έξω.
Οι άνθρωποι έμειναν τότε με ανοιχτό το στόμα.
- Βρε, είπαν! Βρε Χότζα μας, καλέ μας Χότζα, τι του είπες του ανθρώπου
και σου έδωσε το χέρι σου; Εδώ τόση ώρα εμείς του φωνάζουμε να μας δώσει
το χέρι του και δε το έκανε. Τώρα γιατί άκουσε εσένα και όχι εμάς;
- Εγώ δε του είπα να μου δώσει το χέρι του, απάντησε ήρεμα ο Χότζας.
- Τι του είπες λοιπόν, ρώτησαν οι άνθρωποι περίεργοι.
- Εγώ του είπα «πάρε το χέρι μου», είπε ο Νασρεντίν.

Μια μέρα, ο βασιλιάς αποφάσισε όλοι οι υπήκοοί του να λένε την αλήθεια.
Στήθηκε μια κρεμάλα έξω από τις πύλες τις πόλεις και ανακοινώθηκε ότι
όποιος μπαίνει στην πόλη οφείλει να απαντήσει ειλικρινά σε μια ερώτηση
που θα του γίνει.
Ο Νασρεντίν ήταν πρώτος. Ο λοχαγός της φρουράς τον ρώτησε:
- Που πας; Πες την αλήθεια αλλιώς θα εκτελεστείς.
- Πάω να πεθάνω στην κρεμάλα, είπε ο Νασρεντίν.
- Δεν σε πιστεύω.
- Πολύ καλά, αν σου είπα ψέματα να με κρεμάσεις!
- Ναι, αλλά τότε θα είχες πει την αλήθεια!
- Ακριβώς. Την δική σου αλήθεια.

Ο Νασρεντίν ερέθιζε συνεχώς τους φίλους του με την αιώνια αισιοδοξία
του. Όσο άσχημη κι αν ήταν μια κατάσταση, εκείνος έλεγε πάντοτε:
- Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι χειρότερο.
Για να τον θεραπεύσουν από αυτή του την ενοχλητική συνήθεια, οι φίλοι
του αποφάσισαν να του παρουσιάσουν μια κατάσταση τόσο μαύρη, τόσο
ζοφερή, που να μην μπορούσε ο Νασρεντίν να βρει καμία ελπίδα σ’ αυτήν.
Μια μέρα, ένας απ’ αυτούς τον πλησίασε στο καφενείο και του είπε:
- Νασρεντίν, άκουσες τι συνέβη στον Αλί; Χθες βράδυ, πήγε στο σπίτι του,
βρήκε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με έναν άλλο άντρα, τους σκότωσε και
τους δύο κι ύστερα αυτοκτόνησε.
- Τρομερό, θα μπορούσε όμως να είχε συμβεί κάτι χειρότερο, είπε ο Νασρεντίν.
- Τι στα κομμάτια θα μπορούσε να είχε συμβεί, που να ήταν χειρότερο απ’
αυτό;
- Αν είχε συμβεί προχθές, τώρα θα μπορούσα να είμαι εγώ ο σκοτωμένος.

Ένας ξένος φάνηκε στην πόλη, έδειξε ένα πουγκί και είπε ότι είναι γεμάτο
διαμάντια και θα τα δώσει σε όποιον του δώσει την ευτυχία. Τον στέλνουν
στον Νασραντίν Χότζα.
Βρίσκει το Νασρεντίν αραχτό κάτω από ένα δέντρο, να το έχει ρίξει στον ύπνο.
- Αυτά τα διαμάντια θα τα δώσω σ΄ όποιον μου δώσει την ευτυχία, του λέει.
Ο Νασρεντίν σηκώνεται, ξεσκονίζεται, αρπάζει το πουγκί και εξαφανίζεται!
Ο πλούσιος ξεσήκωσε όλο τον κόσμο για να βρει τον κλέφτη Νασρεντίν.
Τίποτα. Απογοητευμένος, επιστρέφει στο δέντρο να πάρει το άλογο να φύγει.
Εκεί, βλέπει το Νασρεντίν με προσκέφαλο την ίδια πέτρα να βρίσκεται στο
επόμενο ημίχρονο του μεσημεριού. Ορμάει πάνω του, αλλά αυτός βγάζει το
πουγκί και του το δίνει πίσω, λέγοντας:
- Ορίστε, η ευτυχία σου!

Ο Νασρεντίν βρέθηκε κάποτε σε μια γειτονική πόλη στην οποία κανείς δεν
τον γνώριζε.
Αφού τέλειωσε τις δουλειές του, πριν πάρει τη στράτα του γυρισμού
σκέφτηκε να πάει να κάνει ένα λουτρό στο χαμάμ της πόλης το οποίο ήταν
ονομαστό.
Καθ’ ό,τι φτωχικά ντυμένος, οι υπάλληλοι δεν τον περιποιήθηκαν. Δεν τον
βοήθησαν να γδυθεί και να ντυθεί, του έδωσαν μια άπλυτη πετσέτα και ένα
απλό σαπουνάκι και κανείς δε φρόντισε να τον τρίψει.
Όταν ο Νασρεντίν τελείωσε έδωσε στους υπαλλήλους από ένα χρυσό νόμισμα.
Οι υπάλληλοι τα ‘χασαν και μετάνιωσαν για την επιπολαιότητά τους να
παρασυρθούν από την εξωτερική εμφάνιση και να μην περιποιηθούν τον
πελάτη τους όπως του έπρεπε.
Μετά από μια εβδομάδα ο Νασρεντίν ξαναβρέθηκε στην ίδια πόλη και αφού
ξεμπέρδεψε τις δουλειές του ξαναπήγε στο χαμάμ, πάντα το ίδιο φτωχικά
ντυμένος.
Οι υπάλληλοι τον περιποιήθηκαν αρχοντικά. Τον βοήθησαν να γδυθεί και να
ντυθεί, του έδωσαν μια πεντακάθαρη μεταξωτή πετσέτα, του πήγαν χίλιων
λογιών αρωματισμένα σαπούνια, τον άλειψαν με χίλια μυρωδικά και τον
έτριψαν καλά. Και όταν ο Νασρεντίν ήταν έτοιμος να φύγει έτειναν
χαμογελαστοί τις παλάμες τους λαχταρώντας ένα ακόμη χρυσό νόμισμα. Ο
Νασρεντίν όμως τους έδωσε από ένα χάλκινο πιάστρο.
Βλέποντας την έκπληξη ζωγραφισμένη στα μάτια τους, ο Νασρεντίν τους λέει:
- Για τη σημερινή περιποίηση σας πλήρωσα την προηγούμενη εβδομάδα. Τώρα
σας πληρώνω για την προηγούμενη περιποίηση.

Ο Νασρεντίν είχε στήσει έναν πρόχειρο πάγκο με μια επιγραφή που έγραφε:
«Δίνω απαντήσεις για 2 οποιεσδήποτε ερωτήσεις, μόνο για 100 ασημένια
νομίσματα».
Ένας άντρας που ήθελε να κάνει ερωτήσεις, πήγε τότε στον πάγκο και του
έδωσε τα 100 ασημένια νομίσματα, λέγοντας:
- 100 ασημένια νομίσματα, για 2 μόνο ερωτήσεις, είναι λίγο ακριβά, δεν
νομίζεις;
Και η απάντηση του Νασρεντίν:
- Είναι. Η επόμενη ερώτηση παρακαλώ;

Σε μια συνάντηση ρώτησε κάποιος τον Νασρεντίν:
- Πόσων χρονών είσαι Χότζα;
- Πενήντα, απάντησε εκείνος.
- Το ίδιο μου είπες και πριν δυο χρόνια που συναντηθήκαμε και σε ξαναρώτησα.
- Ναι, είμαι πάντα σταθερός στις απόψεις μου.

****
Ο Νασρεντίν ερέθιζε συνεχώς τους φίλους του με την αιώνια αισιοδοξία του. Όσο άσχημη κι αν ήταν μια κατάσταση, εκείνος έλεγε πάντοτε:
- Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι χειρότερο.
Για να τον θεραπεύσουν από αυτή του την ενοχλητική συνήθεια, οι φίλοι του αποφάσισαν να του παρουσιάσουν μια κατάσταση τόσο μαύρη, τόσο ζοφερή, που να μην μπορούσε ο Νασρεντίν να βρει καμία ελπίδα σ' αυτήν.
Μια μέρα, ένας απ' αυτούς τον πλησίασε στο καφενείο και του είπε:
- Νασρεντίν, άκουσες τι συνέβη στον Αλί; Χθες βράδυ, πήγε στο σπίτι του, βρήκε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με έναν άλλο άντρα, τους σκότωσε και τους δύο κι ύστερα αυτοκτόνησε.
- Τρομερό, θα μπορούσε όμως να είχε συμβεί κάτι χειρότερο, είπε ο Νασρεντίν.
- Τι στα κομμάτια θα μπορούσε να είχε συμβεί, που να ήταν χειρότερο απ' αυτό;
- Αν είχε συμβεί προχθές, τώρα θα μπορούσα να είμαι εγώ ο σκοτωμένος.

****
Ο Νασρεντίν αποφάσισε ένα ηλιόλουστο πρωινό να κάνει έναν όμορφο περίπατο κατά την θάλασσα. Καθώς πλησίαζε στη προκυμαία άκουσε φωνές και είδε πολύ κόσμο συγκεντρωμένο να χειρονομεί και να τρέχει πάνω κάτω. Πλησίασε πιο κοντά και είδε έναν άνθρωπο που είχε πέσει κατά λάθος στο νερό. Όπως δεν ήξερε κολύμπι, κτυπούσε πανικόβλητος χέρια και πόδια, χανόταν μέσα στο κύματα και όποτε κατόρθωνε να βγάλει λίγο το κεφάλι του καλούσε μισοπνιγμένος σε βοήθεια.
Οι άνθρωποι έσκυβαν όσο μπορούσαν πάνω από το νερό και του φώναζαν:
- Δώσε μας το χέρι σου! Δώσε μας το χέρι σου!
Τίποτα αυτός! Σαν να ήταν κουφός συνέχιζε να χτυπιέται. Οι άνθρωποι όλο και πλήθαιναν γύρω του και του φώναζαν όλο και πιο δυνατά:
- Βρε άνθρωπε, δεν ακούς; Δώσε μας το χέρι σου! Θα πνιγείς! Τίποτα αυτός.
Κάποια στιγμή, μέσα στο πανικό και την αγωνία που επικρατούσε, επειδή κανείς δεν ήθελε να πνιγεί ο άνθρωπος αυτός, αλλά και κανείς δε μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο, κάποιος πήρε είδηση τον Νασρεντίν που παρακολουθούσε ατάραχος τη σκηνή.
Να ο Χότζας, αναφώνησε το πλήθος. Κάντε χώρο να κάνει κάτι. Σίγουρα θα ξέρει αυτός τι να κάνει, σαν άνθρωπος του Θεού που είναι.
Αμέσως τότε όλοι έκαναν χώρο και ο Νασρεντίν έσκυψε στο νερό και κάτι είπε σιγανά στον μισοπνιγμένο. Αμέσως τότε εκείνος έδωσε το χέρι του και ο Νασρεντίν το έπιασε και τον έσυρε έξω.
Οι άνθρωποι έμειναν τότε με ανοιχτό το στόμα.
- Βρε, είπαν! Βρε Χότζα μας, καλέ μας Χότζα, τι του είπες του ανθρώπου και σου έδωσε το χέρι σου; Εδώ τόση ώρα εμείς του φωνάζουμε να μας δώσει το χέρι του και δε το έκανε. Τώρα γιατί άκουσε εσένα και όχι εμάς;
- Εγώ δε του είπα να μου δώσει το χέρι του, απάντησε ήρεμα ο Χότζας.
- Τι του είπες λοιπόν, ρώτησαν οι άνθρωποι περίεργοι.
- Εγώ του είπα «πάρε το χέρι μου», είπε ο Νασρεντίν.

****
Ο Νασρεντίν είχε χάσει το κλειδί του σπιτιού του. Πήγε κάτω από μια κολόνα που έφεγγε ένας φανός κι έψαχνε μέσα στη νύχτα, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Μαζεύτηκε κόσμος κι όλοι ήθελαν να τον βοηθήσουν. Άρχισαν να ψάχνουν κι αυτοί μαζί του.
- Πες μου Χότζα, τον ρώτησε στο τέλος κάποιος, είσαι σίγουρος πως έχασες το κλειδί εδώ, σ' αυτό το μέρος;
- Όχι, απάντησε ο Νασρεντίν, αλλά μόνο εδώ έχει φως. Εγώ θέλω πάντα να βλέπω τι κάνω.

****
Βρήκαν τον Χότζα στην κοινοτική σιταποθήκη να χύνει στάρι από τα πιθάρια των γειτόνων του στο δικό του και τον πήγαν στα δικαστήρια.
- Είμαι ανόητος, δεν ξεχωρίζω το στάρι τους από το δικό μου, ισχυρίστηκε.
- Τότε γιατί δεν έχυσες καθόλου στάρι από τα δικά σου πιθάρια στα δικά τους; απάντησε ο δικαστής.
- Α! Μα ξεχωρίζω το στάρι μου από το δικό τους, δεν είμαι και τόσο ανόητος!

Μια μέρα ο Νασρεντίν πήγε σε τραπέζι γάμου. Επειδή τα φορέματα του ήταν παλιά, δεν τον περιποιήθηκαν. Ο Νασρεντίν τότε πηγαίνοντας στο σπίτι του και φορώντας μια γούνα του, επιστρέφει.
Ο νοικοκύρης προϋπάντησε τον Χότζα με πολλές φιλοφρονήσεις και τον βάζει στην τιμητική θέση του τραπεζιού λέγοντας:
- Ορίστε, ορίστε, Χότζα μου.
Και ο Νασρεντίν, πιάνοντας το μανίκι της γούνας, της λέει:
- Ορίστε, γούνα μου, ορίστε.
Οι παρευρισκόμενοι τότε τον ρώτησαν:
- Τι κάνεις εκεί;
Και ο Νασρεντίν απαντά:
- Αφού όλες οι φιλοφρονήσεις γίνονται για την γούνα, αυτή ας καθίσει και ας φάει.

Ο Νασρεντίν μια μέρα αγόρασε συκώτι και ενώ πήγαινε σπίτι του, τον συναντά κάποιος φίλος του και τον ρωτάν πως θα το ψήσει.
Ο Νασρεντίν είπε ότι θα το ψήσει όπως συνήθως όλος ο κόσμος το ψήνει.
- Α! Όχι, του λέει φίλος του. Υπάρχει και ένα άλλος τρόπος να το ψήσεις και τότε να δεις τι νόστιμο που θα γίνει.
Τότε ο Νασρεντίν είπε:
- Επειδή δεν μπορώ να κρατήσω στη μνήμη μου αυτό τον τρόπο, σε παρακαλώ να τον γράψεις σε ένα χαρτί, και διαβάζοντας, να το ψήσω.
Ο Νασρεντίν με εκείνη την όρεξη, ενώ έτρεχε στο σπίτι του, ένα γεράκι αρπάζει το συκώτι από τα χέρια του και πετάει ψιλά. Χωρίς να στενοχωρηθεί, δείχνοντας στο γεράκι την συνταγή του φίλου του είπε:
- Άδικα κοπιάζεις, δεν θα καταλάβεις τίποτα από το φαγητό. Μου πήρες το συκώτι αλλά όχι και την συνταγή!

Ο Νασρεντίν ξεκουραζόταν κάτω από μια καρυδιά. Μπροστά του ήταν ένα μποστάνι με καρπούζια. Κοίταζε ο Νασρεντίν τις καρπουζιές με τα λεπτά βλαστάρια και τα πελώρια καρπούζια, κοίταζε και την καρυδιά με τον χοντρό κορμό και τα μικρά καρύδια και μονολογούσε:
- Αχ, Αλλάχ, πώς τα 'φτιαξες έτσι τα πράγματα; Ανάποδα τα 'φτιαξες. Ένα τόσο δα βλασταράκι δίνει καρπό που δεν χωρά στην αγκαλιά και ένα τόσο χοντρό δέντρο φτιάχνει κάτι καρυδάκια μια σταλιά. Αν αυτό δεν είναι ανάποδο, τότε τι είναι;
Δεν προλαβαίνει να αποσώσει την κουβέντα του και ένα καρύδι πέφτει από ψηλά στο κεφάλι του.
- Ωχ! κάνει ο Χότζας και πετάγεται όρθιος.
Τρίβει το κεφάλι του, κοιτάζει το καρύδι που είχε πέσει χάμω, κοιτάζει και τα καρπούζια λίγο παρακάτω και λέει:
- Δόξα να 'χει ο Αλλάχ! Ήξερε αυτός τι έκανε. Για φαντάσου να έσκαγε το καρπούζι στο κεφάλι μου!

****
Έδωσε κάποιος ένα πουκάμισο στον Χότζα να το πουλήσει στην αγορά. Τούτο όμως ήταν κλεμμένο και το γνώριζε ο Νασρεντίν.
Εκεί στην αγορά και μέσα στο πλήθος κάποιος έκλεψε το πουκάμισο από τον Χότζα. Όταν επέστρεφε, τον ρώτησε εκείνος ο οποίος του είχε δώσει το πουκάμισο πόσο το πούλησε. Αυτός απάντησε:
- Μεγάλη απραξία υπάρχει σήμερα στην αγορά και γι΄ αυτό το πούλησα όσο ήταν η αξία του, δηλαδή όσο το αγόρασες.

Ένας φίλος του Χότζα ζήτησε δανεικά μερικά χρήματα και λίγη προθεσμία.
Και η απάντηση του Χότζα:
- Χρήματα δεν μπορώ να σου δώσω, αλλά επειδή είσαι φίλος μου, προθεσμία σου δίνω όσο θέλεις.

Ρώτησαν κάποτε τον Χότζα:
- Όταν γίνεται νέο φεγγάρι, τι το κάνουν το παλιό;
Κι απαντά ο Νασρεντίν:
- Το σπάζουν σε μικρά τεμάχια, και το κάνουν άστρα.

****
Ρωτά κάποιος τον Νασρεντίν:
- Ποιά είναι η έννοια του πεπρωμένου, Χότζα μου;
- Εικασίες.
- Πως αυτό;
- Υποθέτετε πως τα πράγματα πρόκειται να πάνε καλά και δεν πηγαίνουν. Αυτό το λέτε κακή τύχη. Υποθέτετε ότι τα πράγματα πρόκειται να πάνε άσχημα και δεν πηγαίνουν. Αυτό το λέτε καλή τύχη. Υποθέτετε ότι κάποια συγκεκριμένα πράγματα πρόκειται να συμβούν ή να μην συμβούν. Και σας λείπει τόσο η διαίσθηση ώστε να μην γνωρίζετε τι πρόκειται να συμβεί. Υποθέτετε πως το μέλλον είναι άγνωστο. Όταν αιφνιδιάζεστε αυτό το ονομάζετε «Πεπρωμένο».

Ένας γείτονας ήθελε να δανειστεί το σχοινί του απλώματος των ρούχων.
- Λυπάμαι, είπε ο Νασρεντίν, αλλά το χρησιμοποιώ. Στεγνώνω το αλεύρι.
- Για το Θεό, πως μπορείς να στεγνώσεις αλεύρι πάνω στο σχοινί του απλώματος;
- Είναι λιγότερο δύσκολο απ' ότι νομίζεις αν δε θες να το δανείσεις...

****
Ο Νασρεντίν έστειλε ένα παιδί να φέρει νερό από την πηγή.
- Πρόσεξε να μην σπάσεις το σταμνί! του φώναξε και έδωσε ένα σκαμπίλι στο παιδί.
Ένας περαστικός ρώτησε τον Νασρεντίν γιατί χτύπησε κάποιον που δεν έχει κάνει τίποτα.
- Μα άνθρωπέ μου, είπε ο Νασρεντίν, θα ήταν ανώφελο να τιμωρήσω το παιδί όταν θα είχε πια σπάσει το σταμνί, έτσι δεν είναι;

Ο Νασρεντίν έχασε τον γάιδαρό του και οι συχωριανοί του προσπαθούν να τον παρηγορήσουν.
- Μπορεί να έχασες τον γάιδαρό σου, Νασρεντίν, αλλά δεν χρειάζεται να στεναχωριέσαι περισσότερο απ' όσο όταν έχασες την πρώτη σου γυναίκα.
- Αν θυμάστε, όταν έχασα την πρώτη μου γυναίκα, όλοι οι συγχωριανοί είπατε: Θα σου βρούμε κάποια άλλη. Μέχρι τώρα όμως, κανένας δεν προσφέρθηκε να αντικαταστήσει τον γάιδαρό μου!

Μια μέρα, εκεί που περπατούσε ο Νασρεντίν σ’ ένα στενό, ένας μάστορας που έφτιαχνε τα κεραμίδια σε μια στέγη, γλίστρησε κι ήρθε και…«προσγειώθηκε» πάνω στο Χότζα! Ο μάστορας δεν έπαθε τίποτα, αλλά ο Νασρεντίν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με σπασμένο σβέρκο!
- Και τι δίδαγμα βγάζεις απ’ αυτό που σου συνέβη; τον ρώτησε ένας φίλος του που πήγε να τον δει, κι ο Χότζας του απάντησε:
- Να μην το βάζεις κάτω πιστεύοντας στο αναπόφευκτο, ακόμα κι όταν μια αιτία κάνει το αποτέλεσμα να μοιάζει αναπόφευκτο. Απέφευγε θεωρητικές υποθέσεις, όπως, «όταν ένας άνθρωπος πέσει από μία στέγη, αναπόφευκτα θα σπάσει τον σβέρκο του», γιατί όπως έδειξε αυτό που μου συνέβη, ο μάστορας έπεσε από τη στέγη, αλλά το δικό μου σβέρκο έσπασε.

Μια καλοκαιριάτικη μέρα ο Νασρεντίν φόρτωσε το γαϊδούρι του με διάφορες πραμάτειες και ξεκίνησε πρωί πρωί από το χωριό του για να της πάει στην πόλη που είχε παζάρι και να τις πουλήσει. Στα μισά του δρόμου πείνασε και σκέφτηκε να φάει το μισό από το καρπούζι που είχε πάρει μαζί του για ώρα ανάγκης. Σταμάτησε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, χώρισε με το μαχαίρι του το καρπούζι στα δύο κι ύστερα έκοψε την πρώτη φέτα. Την πιάνει με τα δυο του χέρια, της δίνει μια μεγάλη βαθιά δαγκωνιά και: «φτου..», έκανε με αηδία κι έφτυσε το καρπούζι στο χώμα, γιατί ήταν τελείως άγλυκο σαν αγγούρι! Ύστερα πήρε όλο το καρπούζι και με φοβερό θυμό το σήκωσε ψηλά και το πέταξε σε μια πέτρα, κάνοντάς το κομμάτια που σκόρπισαν γύρω από την πέτρα. Και σαν μην έφτανε αυτό, πήγε πάνω από τα κομμάτια του καρπουζιού και τα κατούρησε. Έτσι, αφού ξεθύμανε, καβάλησε το γαϊδούρι του και πήγε στο παζάρι, στην πόλη. Η μέρα του πήγε πολύ καλά αφού πούλησε όλη του την πραμάτεια και κατά το μεσημεράκι καβάλησε το γαϊδούρι του και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Την ώρα του καταμεσήμερου κι ενώ ο καλοκαιριάτικος ήλιος έκαιγε βασανιστικά, βρέθηκε να περνάει δίπλα από το δέντρο όπου το πρωί είχε κομματιάσει το άνοστο καρπούζι. Ένοιωθε τρομερή δίψα. Σταμάτησε το γαϊδούρι δίπλα στο δέντρο, και κοίταξε το κομματισμένο καρπούζι που ήταν ακόμα εκεί κάτω από τη σκιά του. Ξεκαβάλησε και πλησίασε τα κομμάτια του καρπουζιού. Γονάτισε, διάλεξε ένα κομμάτι καρπουζιού που ήταν κάπως μακριά από την πέτρα και στριφογυρίζοντας το στο χέρι του ψιθύρισε, «αυτό δεν το έχω κατουρήσει» και το έφαγε. Ύστερα βρήκε ένα άλλο, «ούτε κι αυτό το έχω κατουρήσει» είπε και το έφαγε. Ύστερα πήρε άλλο ένα, έπειτα κι άλλο ένα και ψιθυρίζοντας πάντα, «αυτό δεν το έχω κατουρήσει», έφαγε όλο το κομματιασμένο και κατουρημένο καρπούζι, και ξεδιψασμένος ανέβηκε στο γαϊδούρι του και γύρισε ευχαριστημένος στο χωριό του.

Μια μέρα ο Νασρεντίν, έπιασε με τις ξόβεργές που είχε βάλει στο φράχτη του ένα καλοθρεμμένο σπουργίτι και σκεφτόταν πώς θα το μαγειρέψει για να το φάει. Όμως το σπουργίτι τού μίλησε με ανθρώπινη φωνή και του είπε:
- Ούτε καν να το σκεφτείς να με φας!
Ο Νασρεντίν τα 'χασε που ένα σπουργίτι μπορούσε να μιλάει και του το είπε.
- Δεν είμαι απλό σπουργίτι, του είπε τότε εκείνο. Είμαι δάσκαλος, Χότζας δηλαδή, ανάμεσα στα πουλιά κι αν με αφήσεις ελεύθερο θα σου δώσω τρεις πολύτιμες συμβουλές.
Ο Νασρεντίν σκέφτηκε ότι δεν συναντά κανείς πουλιά που μπορούν να μιλάνε κάθε μέρα με ανθρώπινη φωνή και ότι σίγουρα αυτό το σπουργίτι θα πρέπει να ξέρει πολλά. Κι έτσι, του υποσχέθηκε να το αφήσει ελεύθερο αν του δώσει τις τρεις συμβουλές που του υποσχέθηκε.
- Εντάξει, είπε το σπουργίτι. Πρώτη συμβουλή: Μην πιστεύεις ποτέ τις ανοησίες που σου λέει οποιοσδήποτε, ακόμη κι αν έχει φήμη, κύρος, δύναμη, πλούτη ή εξουσία. Αν κάποιος, λοιπόν, σου πει μια ανοησία, μην τον πιστέψεις.
- Σύμφωνοι, είπε ο Νασρεντίν και το σπουργίτι συνέχισε:
- Δεύτερη συμβουλή: Ό,τι κι αν κάνεις, ποτέ μην προσπαθήσεις να κάνεις κάτι αδύνατο για σένα, γιατί θα αποτύχεις. Να έχεις πάντα επίγνωση μέχρι πού μπορείς να φτάσεις.
- Πολύ ωραία, είπε ο Νασρεντίν και το σπουργίτι συνέχισε:
- Τρίτη συμβουλή: Αν κάνεις κάτι που είναι σωστό, μην το μετανιώσεις ποτέ.
Κι έτσι ο Νασρεντίν άφησε το σπουργίτι χαρούμενος, επειδή σκεφτόταν ότι αυτές ήταν πράγματι τρεις σοφές συμβουλές και ότι θα μπορούσε να τις πει στους μαθητές του. Αποφάσισε, μάλιστα, να τις γράψει και στον τοίχο του σπιτιού του για να τις θυμάται πάντα. Όμως το σπουργίτι πήγε και κάθισε ψηλά στο κλαδί ενός δέντρου πάνω από τον Χότζα και άρχισε να γελάει κοροϊδευτικά.
- Τι συμβαίνει; το ρώτησε ο Νασρεντίν.
- Έχω μέσα στο στομάχι μου ένα πολύτιμο διαμάντι. Αν με είχες σκοτώσει για να με φας, τώρα το διαμάντι θα ήταν δικό σου! Χα, χα, χα!
Ο Νασρεντίν θύμωσε πολύ και μετάνιωσε που άφησε το σπουργίτι να του φύγει. Αμέσως άρχισε να σκαρφαλώσει στο δέντρο για να το πιάσει. Ήταν όμως πια γέρος και το σπουργίτι ήταν πολύ γρήγορο. Κάθε φορά που το πλησίαζε εκείνο πέταγε όλο και πιο ψηλά. Στο τέλος, έφτασαν και οι δύο στην κορυφή του δέντρου, οπότε το σπουργίτι πέταξε μακριά και ο Νασρεντίν κατάκοπος, δεν μπόρεσε να κρατηθεί γερά κι έπεσε κάτω και τσακίστηκε. Ενώ βογκούσε από τους πόνους στο έδαφος, τον πλησίασε το σπουργίτι και πετώντας πάνω από το κεφάλι του, του είπε:
- Γιατί πίστεψες την ανοησία που σου είπα, ότι έχω ένα διαμάντι στο στομάχι μου; Και δεν έφτανε αυτό, αλλά μετάνιωσες που με άφησες ελεύθερο, ενώ είχες κάνει κάτι σωστό. Και τέλος προσπάθησες να κάνεις κάτι αδύνατο για σένα: Γέρος άνθρωπος να σκαρφαλώσεις στο δέντρο. Πριν περάσει λίγη ώρα από τη στιγμή που στις είπα, δεν ακολούθησες καμία από τις τρεις συμβουλές μου.
- Μμμμ... βόγκηξε ο Νασρεντίν, καθώς το σοφό σπουργίτι πέταξε μακριά.

Αργά ένα μεσημέρι, τρομερά πεινασμένος ο Νασρεντίν, πάει σ’ ένα εστιατόριο, παραγγέλνει το φαγητό και μόλις του το φέρνουνε αρχίζει να τρώει λαίμαργα και με τα δυο του χέρια, χωρίς να χρησιμοποιεί πιρούνι και μαχαίρι.
Ένας γνωστός του που καθόταν στο διπλανό τραπέζι, τον ρωτάει:
- Γιατί τρως με τα δυο σου χέρια Χότζα μου;
- Γιατί δεν έχω τρία, απαντάει εκείνος.

Ρωτάει κάποιος τον Νασρεντίν:
- Γιατί Χότζα μου, σε κάθε ερώτηση που σου κάνουν, απαντάς με μια άλλη ερώτηση;
- Έτσι κάνω;

****
Κάποτε κάλεσε τον Χότζα -μαζί με άλλους αξιωματούχους- ένας πάμπλουτος Άγγλος γαιοκτήμονας, στο εξοχικό του, σε ένα τεράστιο αγρόκτημα.
Όταν όλοι οι καλεσμένοι μαζεύτηκαν στον κήπο κι έπιναν το αναψυκτικό τους, ήρθε η ώρα της ιππασίας και ο οικοδεσπότης διέταξε κι έφεραν κάμποσα άλογα μπροστά στους φιλοξενούμενους ώστε ο καθένας να διαλέξει όποιο ήθελε. Τα άλογα μπήκαν στη σειρά κι άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά στους καλεσμένους, ενώ ο σταβλάρχης του οικοδεσπότη ανάγγελλε τα άλογα ένα ένα:
- Σ’ αυτό το άλογο έχει ανέβει ο πρίγκιπας τάδε, μ’ αυτό το άλογο έχει κάνει ιππασία η κόμισσα δείνα, αυτό το άλογο είχε στην πλάτη του τον δούκα του Μπλάνκσαϊρ… και λοιπά.
Ο Νασρεντίν, όμως, που δεν «μάσαγε» από τέτοια, είπε με ένα αυστηρό και απαιτητικό ύφος:
- Φέρτε μου, παρακαλώ, ένα άλογο που να μην το έχει καβαλήσει ποτέ κανένας.

Κάποτε, ο Νασρεντίν σταμάτησε περνώντας από μια πλατεία όπου είχε μαζευτεί κόσμος κι άκουγε ένα σοφό δάσκαλο που έκανε κήρυγμα.
- Τι είναι η ζωή και τι είναι ο θάνατος; Από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνουμε, βροντοφώναξε ο δάσκαλος.
- Δεν ξέρω, απάντησε αυθόρμητα ο Νασρεντίν, αλλά θα πρέπει και το «έλα» και το «πήγαινε» να είναι πολύ τρομερό.
- Γιατί το λες αυτό, Χότζα; τον ρώτησε ο πλαϊνός του.
- Επειδή με την απλή παρατήρηση, έχω δει ότι ερχόμαστε στη ζωή με το ζόρι και κλαίγοντας, και ότι όταν φεύγουμε από τη ζωή το κάνουμε επίσης με το ζόρι και κλαίγοντας.

Μια φορά, ένας συγγενής του Νασρεντίν που είχε πάει κυνήγι, ήρθε το βράδυ για να τον δει Χότζα και του έφερε ως δώρο μια μικρή πάπια. Χαρούμενος ο Νασρεντίν έβαλε να μαγειρέψει αμέσως μια υπέροχη σούπα πάπιας και κράτησε και τον επισκέπτη του να φάει μαζί τους. Σε λίγο, όμως, η μυρωδιά που έβγαινε από το σπίτι, έφερε κι άλλο επισκέπτη που είπε ότι είναι φίλος του συγγενή του που έφερε την πάπια και κάθισε στο τραπέζι. Τι να κάνει ο Νασρεντίν, αραίωσε λίγο τη σούπα για να φτάσει και του έβαλε κι εκείνου ένα πιάτο. Μετά από λίγο ήρθε κι άλλος ένας που είπε ότι είναι φίλος του φίλου του συγγενή που έφερε την πάπια και κάθισε κι αυτός στο τραπέζι και σερβιρίστηκε κι αυτός σούπα, αφού ο Νασρεντίν την αραίωσε και πάλι. Στο τέλος, αφού ήρθαν κι άλλοι, και κάθε φορά αραίωνε τη σούπα ο Νασρεντίν, άρχισε πια να εκνευρίζεται όταν ήρθε κι άλλος ένας που είπε:
- Είμαι ο φίλος, του φίλου, που έχει φίλο τον φίλο τού συγγενή σου που έφερε την πάπια και κάθισε κι αυτός στο τραπέζι για φαγητό.
Κάθισε όπως κι οι υπόλοιποι περιμένοντας τη σούπα του, κι ο Νασρεντίν του έφερε σε λίγο ένα πιάτο με ζεστό νερό.
- Τι είναι αυτό, ρώτησε ο τελευταίος επισκέπτης.
Κι ο Νασρεντίν του απάντησε:
- Είναι η σούπα της σούπας, από τη σούπα της σούπας από την πάπια, που έφερε ο συγγενής μου.

Μια μέρα ο Νασρεντίν, που είχε ξεμείνει εντελώς από λεφτά, αποφάσισε να πάει στον πιο πλούσιο του χωριού του και να του ζητήσει δανεικά. Μια και δυο πάει στο σπίτι του πλούσιου και μόλις κάθονται στο σαλόνι του λέει χωρίς περιστροφές:
- Μου δίνεις μερικά χρήματα που χρειάζομαι;
- Τι τα χρειάζεσαι; τον ρωτάει ο πλούσιος.
- Για να αγοράσω έναν ελέφαντα, απαντάει ο Νασρεντίν.
- Αν δεν έχεις χρήματα, δεν θα μπορέσεις μετά να συντηρήσεις κοτζάμ ελέφαντα, του είπε σοβαρά ο πλούσιος, κι ο Νασρεντίν του απάντησε αμέσως εξίσου σοβαρά και κοφτά:
- Εγώ ήρθα εδώ για να σου ζητήσω λεφτά, όχι συμβουλές!

****
Ένας θεοφοβούμενος γείτονας του Νασρεντίν, κάθε τόσο και με κάθε ευκαιρία, έστρεφε τας μάτια του στον ουρανό κι έλεγε μ’ ένα γλυκανάλατο ύφος:
- Ας γίνει το θέλημα του Θεού.
Ώσπου μια μέρα ο Νασρεντίν, δεν άντεξε και του λέει:
- Το θέλημα του Θεού γίνεται έτσι κι αλλιώς πάντα, οπότε τσάμπα το λες και το ξαναλές.
- Και πώς είσαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό Χότζα μου; ρωτάει ο γείτονας, πώς μπορείς να τ’ αποδείξεις;
- Πολύ απλό, απαντάει ο Νασρεντίν: Αν δεν γινόταν πάντα το δικό του θέλημα, δεν θα είχε γίνει τόσο χρόνια, κάποτε και το δικό μου;

Κάποτε επισκέφτηκαν τον Νασρεντίν μερικοί μαθητές του και του ζήτησαν να τους μιλήσει για όποιο φιλοσοφικό θέμα ήθελε εκείνος.
- Βεβαίως, απάντησε πρόθυμα αυτός. Ας πάμε στην αίθουσα διαλέξεων του δημαρχείου.
Επειδή, όμως, ήταν κάπως μακριά, ο Νασρεντίν σαμάρωσε το γάιδαρό του και ζήτησε από τους μαθητές του να τον ακολουθήσουν. Εκείνοι μπήκαν στη σειρά πίσω από το γάιδαρο και με μεγάλη τους έκπληξη είδαν τον Νασρεντίν να καβαλάει το γάιδαρο ανάποδα και να ξεκινάει κοιτάζοντάς τους χαμογελώντας. Στην αρχή οι νεαροί τα έχασαν και δεν καταλάβαιναν γιατί ο Νασρεντίν προχωρούσε καβάλα ανάποδα στο γαϊδούρι του. Πήγαν να του πουν ότι αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό, αλλά θυμήθηκαν ότι δεν έπρεπε να αμφισβητούν καμιά από τις πράξεις του διδασκάλου κι έτσι δεν άνοιξαν το στόμα τους. Καθώς όμως περνώντας από τα σοκάκια οι διάφοροι περαστικοί τούς κορόιδευαν που ακολουθούσαν κάποιον που καθόταν ανάποδα στο γαϊδούρι του, άρχισαν να δυσφορούν φανερά.
Ο Νασρεντίν που κατάλαβε τι συνέβαινε σταμάτησε και τους κοίταξε ερωτηματικά. Τότε, ο πιο θαρραλέος από τους μαθητές τον πλησίασε και τον ρώτησε:
- Δάσκαλε, δεν καταλαβαίνουμε γιατί έχεις καβαλήσει τον γάιδαρο ανάποδα, με το πρόσωπό σου προς την ουρά του!
- Είναι πολύ απλό, απάντησε ο Νασρεντίν. Αν σας έβαζα να περπατάτε μπροστά από μένα για να σας βλέπω, θα ήταν ασέβεια από μέρους σας να έχετε γυρισμένη την πλάτη στον δάσκαλό σας. Κι αν ερχόσαστε πίσω μου ακολουθώντας με κι εγώ είχα γυρισμένη την πλάτη μου σ’ εσάς, τότε θα ήταν ασέβεια από μέρους μου να έχω γυρισμένη την πλάτη μου στους μαθητές μου. Έτσι αυτό που έκανα ήταν η μόνη κατάλληλη λύση. Και πίσω μου ερχόσαστε, και δεν σας έχω γυρισμένη την πλάτη μου.

Ένας γείτονας του Χότζα, πάει μέχρι την πόρτα της αυλής του και του φωνάζει:
- Νασρεντίν, θα μου δανείσεις τον γάιδαρό σου για σήμερα, γιατί θέλω να μεταφέρω μερικά πράγματα;
Ο Νασρεντίν που δεν ήθελε να δώσει τον γάιδαρό του, αλλά δεν ήθελε να φανεί και αγενής, αποφάσισε να πει ψέματα:
- Πολύ ευχαρίστως, αλλά τον έχω ήδη δανείσει για σήμερα δε κάποιον άλλον.
Ξαφνικά τότε, ο γάιδαρος που βρίσκονταν στον σταύλο, αρχίζει και γκαρίζει. Με το που τον ακούει ο γείτονας εξανέστη:
- Μου λες ψέματα! Είναι στον σταύλο σου!
Κι ο Νασρεντίν απαντά δήθεν θιγμένος:
- Τι εννοείς; Ποιον θα πιστέψεις τώρα; Έναν γάιδαρο ή τον Χότζα;

Μερικά παιδιά, βλέποντας τον Νασρεντίν να έρχεται από τ' αμπέλι του έχοντας φορτωμένο τον γάιδαρό του με δυο μεγάλα κοφίνια σταφύλια, έτρεξαν κοντά του και του ζήτησαν να τους δώσει μερικά. Ο Νασρεντίν έκοψε τότε μερικά τσαμπιά και τους τα έδωσε. τα παιδιά όμως του παραπονέθηκαν ότι ήταν λίγα:
- Έχεις τόσα πολλά κι εμάς μας έδωσες τόσα λίγα...
- Παιδιά μου, απαντά ο Νασρεντίν, είτε ένα κοφίνι έχετε, είτε ένα τσαμπί, δεν υπάρχει καμία διαφορά. Την ίδια γεύση έχουν.

Κάποτε ο Νασρεντίν έχτισε έναν φούρνο. Ο γείτονάς του, όμως, του είπε πως την πόρτα του φούρνου θα χτυπούσε το μπουγάζι από το απέναντι στενό και δεν θα ήταν εύκολο το άναμμα. Ο Νασρεντίν γκρέμισε τον φούρνο κι άλλαξε κατεύθυνση. Άλλος περαστικός, πάλι, είχε διαφορετική γνώμη. Κι έπειτα άλλος κι άλλος. Ο Νασρεντίν έχτιζε και γκρέμιζε χωρίς να βρίσκει άκρη. Τελικά, βρήκε τρόπο να δέχεται, χωρίς να παιδεύεται, όλες τις υποδείξεις. Έστησε το φούρνο του πάνω σ' ένα κάρο! Και κάθε φορά που του έλεγαν ν' αλλάξει κατεύθυνση, γύριζε το κάρο...

****
Ο Νασρεντίν είχε έναν γείτονα όχι και πολύ τίμιο κι ήθελε να του δώσει ένα καλό μαθηματάκι. Μια μέρα, λοιπόν, πήγε και του γύρεψε δανεικό ένα μεγάλο τέντζερη που είχε. Ο γείτονας του τον έδωσε. Δυο μέρες μετά ο Νασρεντίν έβαλε μες τον τέντζερη ένα μικρότερο και τον επέστρεψε στο νόμιμο κάτοχό του. Ο γείτονας ρώτησε για ποιο λόγο είχε βάλει μέσα στο μεγάλο τέντζερη ένα μικρότερο και ο Νασρεντίν απάντησε ότι ο τέντζερης είχε γεννήσει ένα παιδάκι το οποίο κατά το νόμο έπρεπε να δοθεί στο κάτοχο του τέντζερη. Ο γείτονας πήρε τα δύο μαγειρικά σκεύη και μπήκε σπίτι του. Μετά από λίγες μέρες ο Νασρεντίν του ξαναγύρεψε το τέντζερη κι αυτός δεν έφερε καμιά αντίρρηση ελπίζοντας και πάλι σε γεννητούρια. Πέρασαν μέρες και ο Νασρεντίν δεν επέστρεφε τον τέντζερη. Κάποια στιγμή ο γείτονας αποφάσισε να πάει να του τον ζητήσει.
- Αχ, του απάντησε ο Νασρεντίν με πολύ λυπημένη έκφραση, δεν ήξερα πώς να σας το πω. Δεχτείτε τα ειλικρινά μου συλλυπητήρια. Ο τέντζερής σας πέθανε.
- Πέθανε ο τέντζερης; Τι ανοησία είναι πάλι αυτή; Ποιος άκουσε ποτέ ένα τέντζερη να πεθαίνει;
- Μην είσθε δύσπιστος αγά μου, είπε ο Νασρεντίν, πού βλέπετε το παράξενο να πεθαίνει ένας τέντζερης ο οποίος ήταν ικανός να φέρει στον κόσμο ένα παιδί;

Μια μέρα ο Νασρεντίν επισκεύαζε τα κεραμίδια στη στέγη του σπιτιού του. Ενώ εργαζόταν στην οροφή, ένας ξένος χτύπησε την πόρτα.
- Τι θέλεις; του φώναξε ο Νασρεντίν από την στέγη.
- Έλα κάτω και θα σου πω, απάντησε ξένος.
Ο Νασρεντίν απρόθυμα και αργά αργά κατέβηκε για να μιλήσει με τον ξένο.
- Λοιπόν! Ποιο είναι αυτό το σημαντικό πράγμα που θέλεις να μου πεις;
- Θα μπορούσες να δώσεις λίγα χρήματα σε έναν φτωχό γέρο όπως εγώ;
Τότε ο Νασρεντίν άρχισε να ανεβαίνει και πάλι στην στέγη, λέγοντας στον ξένο:
- Έλα μαζί μου μέχρι την οροφή και θα σου πω.
Αφού ανέβηκαν και οι δυο στην στέγη, τότε γυρνάει ο Νασρεντίν και λέει στον ζητιάνο:
- Η απάντηση είναι όχι!

Σε μια συγκέντρωση, στην οποία ήταν παρών και ο Νασρεντίν, οι άνθρωποι συζητούσαν για τα πλεονεκτήματα της κάθε ηλικίας. Στο τέλος όλοι συμφώνησαν πως όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, χάνει τις δυνάμεις που είχε σε μικρότερη ηλικία. Ο Νασρεντίν όμως διαφώνησε:
- Δεν συμφωνώ μ' αυτό. Εγώ τουλάχιστον έχω τις ίδιες δυνάμεις που είχα και νέος.
- Δηλαδή; Τι εννοείς; τον ρώτησε κάποιος.
- Στην αυλή μου, απάντησε ο Νασρεντίν, υπάρχει μια τεράστια πέτρα. Όταν ήμουν νέος και προσπαθούσα να την σηκώσω, δεν τα κατάφερα. Το ίδιο και τώρα που είμαι γέρος.

Μια μέρα, πήγε στον Νασρεντίν κάποιος αγράμματος για να του διαβάσει ένα γράμμα που είχε λάβει. Ο Νασρεντίν αφού πήρε την επιστολή, την εξέτασε και προσπάθησε να την διαβάσει. Δεν μπορούσε να βγάλει όμως ούτε μία λέξη. Οπότε λέει στον αγράμματο κάτοχο της επιστολής:
- Λυπάμαι, αλλά αυτό δεν μπορώ να το διαβάσω.
- Ντροπή σου Χότζα! κρίμα στο τουρμπάνι που φοράς (δείγμα μόρφωσης).
Τότε ο Νασρεντίν έβγαλε το τουρμπάνι από το κεφάλι του και το φόρεσε στο κεφάλι του αγράμματου, λέγοντάς του:
- Τώρα φοράς εσύ το τουρμπάνι. Αν αυτό σου δίνει γνώση, τότε διάβασε μόνος σου το γράμμα!

Μια μέρα, ένας φημισμένος φιλόσοφος και ηθικολόγος, έφτασε στο χωριό του Νασρεντίν. Όταν ρώτησε τον Χότζα που θα μπορούσε να φάει, ο Νασρεντίν του συνέστησε ένα κοντινό εστιατόριο. Ο φιλόσοφος, έχοντας και όρεξη για συζήτηση, προσκάλεσε τον Νασρεντίν να τον ακολουθήσει και να φάνε μαζί. Αυτός μάλλον απρόθυμα, πήγε μαζί του. Όταν έφτασαν, ο φιλόσοφος ρώτησε τον σερβιτόρο τι καλό είχε για εκείνη την ημέρα.
- Ψάρι! Φρέσκο ψάρι, απάντησε ο σερβιτόρος.
- Φέρε μας δύο, είπε ο φιλόσοφος.
Λίγη ώρα αργότερα, τα ψάρια ήταν έτοιμα μέσα σε μια μεγάλη πιατέλα που έφερε ο σερβιτόρος. Το ένα από αυτά τα ψάρια ήταν λίγο μικρότερο από το άλλο. Ο Νασρεντίν, χωρίς χρονοτριβή αρπάζει το μεγαλύτερο ψάρι και το έβαλε στο πιάτο του. Ο φιλόσοφος εμφανώς ενοχλημένος, του λέει ότι αυτή η κίνηση δεν είναι ευγενική και δεν συμβαδίζει με τους τρόπους καλής συμπεριφοράς. Ο Νασρεντίν, αφού άκουσε ήρεμος το κήρυγμα του φιλόσοφου, τον ρωτάει:
- Εσείς δηλαδή, τι θα κάνατε στην θέση μου φίλτατε;
- Εγώ, απάντησε ο φιλόσοφος, ως ευσυνείδητος και ευγενής άνθρωπος θα διάλεγα για τον εαυτό μου το μικρότερο ψάρι.
- Ε ορίστε τότε, είπε ο Νασρεντίν βάζοντας το μικρό ψάρι στο πιάτο του φιλόσοφου.

Ρωτάει κάποιος τον Χότζα:
- Χότζα μου, όταν συνοδεύω ένα φέρετρο, σε ποια πλευρά θα πρέπει να στέκομαι; Αριστερά, δεξιά, πίσω ή μπροστά;
Και η απάντηση του Νασρεντίν:
- Στάσου όπου επιθυμείς, από την στιγμή που δεν είσαι μέσα!

Μια ομάδα φιλοσόφων ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο για να βρει απάντηση στο ερώτημα, πότε θα φτάσει το τέλος του κόσμου. Μη μπορώντας να βρουν την απάντηση απευθύνθηκαν στον Νασρεντίν Χότζα.
- Γνωρίζεις εσύ Χότζα πότε θα φτάσει το τέλος του κόσμου;
- Φυσικά, απάντησε ο Νασρεντίν. Το τέλος του κόσμου θα φτάσει όταν πεθάνω εγώ.
- Είσαι σίγουρος; τον ρωτούν απορημένοι οι φιλόσοφοι.
- Τουλάχιστον για τον εαυτό μου, ναι...

Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, ο Νασρεντίν έβαλε στοίχημα με τους φίλους του, ότι θα μπορούσε να σταθεί στην πλατεία του χωριού, όλη την νύχτα, μες στο κρύο. Ο μοναδικός όρος ήταν να μην υπάρχει εκεί κοντά εμφανής πηγή θερμότητας. Το έπαθλο για τον κερδισμένο θα ήταν ένα πλούσιο γεύμα.
Έτσι κι έγινε. Ο Νασρεντίν στεκόταν όλη την νύχτα στην παγωμένη πλατεία και το πρωί που έληξε το στοίχημα, έτρεξε περιχαρής να συναντήσει τους φίλους του και να τους αναγγείλει την νίκη του. Ένας απ' αυτούς όμως, είχε μια ένσταση:
- Σε απόσταση 3 μέτρων από εσένα, πίσω από ένα παράθυρο, ήταν αναμμένο ένα κερί. Άρα υπήρχε πηγή θερμότητας. Επομένως έχασες το στοίχημα και θα πρέπει να μας κάνεις το τραπέζι.
- Αυτό είναι γελοίο, απάντησε ο Νασρεντίν. Πως θα μπορούσα να ζεσταθώ από ένα κερί και μάλιστα από τόση απόσταση και πίσω από ένα παράθυρο;
Οι υπόλοιποι όμως ήταν ανένδοτοι. Έτσι ο Νασρεντίν δέχτηκε την άποψή τους και υποσχέθηκε να τους κάνει το τραπέζι. Λίγες μέρες αργότερα τους προσκάλεσε στο σπίτι του για το γεύμα. Το φαγητό δεν ήταν έτοιμο όταν πήγαν, ο Νασρεντίν όμως τους καθησύχασε:
- Φίλοι μου, κάντε λίγη υπομονή και το γεύμα θα είναι έτοιμο σε λίγο. Τώρα το μαγειρεύω.
Λέγοντας αυτά πήγε στην κουζίνα για να συνεχίσει το μαγείρεμα. Η ώρα περνούσε και ο Νασρεντίν με το φαγητό δεν έκανε την εμφάνισή του. Τελικά, οι πεινασμένοι φίλοι του αποφασίζουν να πάνε στην κουζίνα για να δουν τι γίνεται. Εκεί έκπληκτοι αντικρίζουν τον Νασρεντίν να βρίσκεται καθισμένος μπροστά σε ένα μεγάλο καζάνι. Κάτω από το καζάνι ήταν τοποθετημένο ένα αναμμένο κερί. Ήρεμος, γυρνάει και τους λέει:
- Μην ανησυχείτε φίλοι μου. Το φαγητό θα είναι έτοιμο σε λίγο. Όπως βλέπετε, μαγειρεύεται.
- Έχεις τρελαθεί Νασρεντίν; Πως είναι δυνατόν να βράσει το φαγητό με ένα αναμμένο κεράκι;
- Η άγνοιά σας με διασκεδάζει φίλοι μου. Αν ένα κερί σε απόσταση 3 μέτρων μπορεί να ζεστάνει έναν άνθρωπο, τότε σίγουρα ένα κερί όταν βρίσκεται σε απόσταση 3 εκατοστών από ένα καζάνι, μπορεί να βράσει και το φαγητό.

****
Γυρνώντας από ένα ταξίδι ο Νασρεντίν με την σύζυγό του, ανακαλύπτουν ότι τους έχουν ανοίξει το σπίτι και τους έχουνε κλέψει. Η γυναίκα του ήταν κατηγορηματική:
-"Το λάθος είναι δικό σου. Θα έπρεπε να βεβαιωθείς πριν φύγουμε, ότι το σπίτι είναι κλειδωμένο".
-"Δεν έκλεισες καλά τα παράθυρα", λέει κάποιος από τους γείτονες που έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει.
-"Δεν το περίμενες αυτό;" είπε κάποιος άλλος.
-"Οι κλειδαριές ήταν ελαττωματικές και δεν τις αντικατέστησες", πρόσθεσε ένας άλλος.
-"Μια στιγμή!" τους διέκοψε ο Νασρεντίν. "Δηλαδή ο μόνος υπεύθυνος είμαι εγώ κατά την γνώμη σας";
-"Εμ ποιος άλλος;" απάντησαν αυτοί.
-"Τι θα λέγατε για τους κλέφτες; Αυτοί είναι εντελώς αθώοι;" είπε ο Νασρεντίν.

****
Μια μέρα ο Νασρεντίν έπεσε σε ένα ποτάμι και θα πνιγόταν αν δεν τον έσωζε κάποιος που περνούσε από κει. Έκτοτε, ο άνθρωπος που έσωσε τον Νασρεντίν φρόντιζε να του υπενθυμίζει την χάρη που του χρωστούσε. Αφού αυτό συνέβαινε για αρκετό καιρό, τότε ο Νασρεντίν παίρνει τον σωτήρα και του λέει να ξαναπάνε στο ποτάμι. Αφού έφτασαν εκεί, τότε ο Νασρεντίν πηδάει μέσα και απευθυνόμενος στον σωτήρα του, λέει:
-"Τώρα είμαι στην ίδια κατάσταση που με είχες βρει πριν με σώσεις. Παράτα με λοιπόν και σήκω φύγε!"

****
Ο Νασρεντίν καθόταν ακίνητος στον ήλιο με το πρόσωπο καλυμμένο με μύγες που τον απομυζούσαν. Αυτός όμως καθόταν ατάραχος και τις ανεχόταν, χωρίς να αντιδρά καθόλου. Ξαφνικά βγαίνει έξω η γυναίκα του και βλέπει την όλη κατάσταση. Παίρνει λοιπόν ένα πανί και διώχνει τις μύγες από το πρόσωπο του Χότζα. Αυτός έγινε έξω φρενών κι άρχισε να τη βρίζει και να τη μαλώνει.
-"Μα γιατί άντρα μου με μαλώνεις, αφού έδιωξα τις μύγες που σου ρουφούσαν το αίμα;" άρχισε να κλαίει αυτή.
-"Ανόητη ανόητη", φώναζε ο Χότζας, "αυτές οι μύγες ήταν χορτάτες! Τώρα που τις έδιωξες θα έρθουν άλλες κι αυτή τη φορά θα είναι... πεινασμένες"!

****
Κάποια μέρα οι φίλοι του Χότζα ξαφνιαστήκανε καθώς τον είδαν να περνά
στην αγορά καβάλα στο γάιδαρό του, μόνο που καθόταν ανάποδα, κοιτώντας
προς την ουρά του ζώου:
-"Βρε Χότζα, γιατί καβαλίκεψες τον γάιδαρο ανάποδα;" τον ρώτησαν.
Κι ο Χότζας απάντησε:
-"Δεν κάθομαι εγώ ανάποδα, αλλά ο γάιδαρος κοιτά προς τη λάθος μεριά"!
Όπως και σε πολλές ιστορίες του Χότζα, άλλοι αναδιηγητές αναφέρουν
διαφορετικές απαντήσεις στην ίδια ερώτηση, όπως:
-"Ο γάιδαρός μου ήθελε να πάει προς τα κει, εγώ προς τα δω, τελικά βρήκαμε μια συμβιβαστική λύση"!
-"Με νοιάζει πιότερο να ξέρω από πού έρχομαι κι όχι προς τα πού πάω"!




**** - ****

Τώρα θέλω να προσθέσω και μερικές πούχα διαβάσει παλιότερα στο ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ, (το απίστευτο περιοδικό που κυκλοφόρησε στα τέλη των '70ς κι αρχές των '80ς), φτιαχτές να υποθέσω, αλλά πολύ πετυχημένα έξυπνες κι αστείες. Είχανε να κάνουνε κυρίως με το... χέσιμο!

Μια φορά ο Χότζας περνούσε από ένα αμπέλι, λιμπίστηκε τα σταφύλια πούτανε στον καιρό τους και μπήκε να κλέψει μερικά. Τον είδε όμως ένας δραγάτης και του ορμά:
-"Αλτ! Τί κάνεις εκεί";
Ο Χότζας τα χρειάστηκε αλλά απάντησε άμεσα κι ετοιμόλογα όπως πάντα:
-"Εεε...έχεζα κύριε" είπε συνομωτικά του δραγάτη.
-"Μπα!" του αντιγυρίζει αυτός, καθότι έξυπνος κι εκείνος. "Και... πού είναι αυτά που έκανες";
Δεν τα χάνει ο Χότζας και με μια γρήγορη ματιά εντοπίζει κάτι ακαθαρσίες.
-"Ορίστε, νάτα!" του λέει.
-"Ρε συ, με κοροϊδεύεις;" του φωνάζει οργισμένος ο δραγάτης. "Αυτά είναι αγελαδινά"!
Κι ο πάντα ετοιμόλογος Χότζας, οργισμένος κι αυτός, τάχα:
-"Ε και; Μήπως τάχα μ' άφησες να χέσω σαν άνθρωπος";

Ο Χότζας είναι καλεσμένος σε κάτι βαφτίσια, όπου γινότανε χαμός, δεν υπήρχανε δωμάτια για να τονε φιλοξενήσουνε κι έτσι καταλήγει να κοιμηθεί με το νιοβαφτιστο μωρό στο ίδιο δωμάτιο. Επειδή όμως έφαγε τον αγλέωρα, τη νύχτα ξύπνησε με κόψιμο. Η πίεση μεγάλη, δε προλάβαινε και τί να κάνει, βγάζει το μωρό από τη κούνια του, το πάει στο κρεβάτι του και χέζει μές στην άδεια κούνια. Πάει να πάρει το μωρό να το βάλει στη θέση του και τί να δει; Το μωρό του είχε κατουρήσει και χέσει σ' όλο το κρεβάτι του.

Τελικά το Χότζα τονε συλλάβανε. Ξέρετε γιατί;
Γιατί το είχε παραχέσει!!!

ΠΗΓΗ PERI-GRAFIS