Σάββατο 10 Απριλίου 2010

ΜΕΡΑΚΛΕΙΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΓΑΜΟΤΡΑΓΟΥΔΑ

ΓΑΜΟΤΡΑΓΟΥΔΑ


Ένα μουνί και μια ψωλή

Ένα μουνί και μια ψωλή
μαλλί πιαστήκαν’ με μαλλί
κι άρχισε η ψωλή να γνέθει
με μεράκι και με κέφι

-Μία μέσα μία έξω
αχ μουνάκι θα σου πλέξω
κότσο όλες σου τις τρίχες
για να χαίρεσαι που μ΄ είχες

-Άσ’ τον κότσο. Δε μ’ αρέσει
πιο καλά κάνε στη μέση
μια φαρδιά καλή χωρίστρα
κι ύστερα εκεί μέσα γλίστρα

-Αχ μουνί μου μυρωδάτο
πούτσο θες χοντρό βαρβάτο
να σε ανοίξει να σε απλώσει
και να σε διπλολαδώσει

-Άσε πούτσε τη μουρμούρα
κι έλα εδώ που έχω φαγούρα
Γάμα με π’ ανάθεμά σε
Άστα λόγια. Τα έργα πιάσε

-Σήκωσε τα πόδια μούνε
στα βυζιά σου ν’ ακουμπούνε
Κι έρχομαι να σε γαμήσω
Κι από μπρος και από πίσω

-Έτσι μπράβο ψώλαρέ μου
κοίτα τα μεριά μου τρέμουν
έμπα μέσα μου και μείνε
χύνε με και ξαναχύνε…

Η χήρα η Παναγιώτα

Η Παναγιώτα χήρεψε
κι ενώ ποτέ δε γύρεψε
απ’ το Θεό μια χάρη
Στου μακαρίτη τη χρονιά
την έπιασε λιγοθυμιά
για πούτσο παιχνιδιάρη

Ένα χρόνο η Παναγιώτα
Που δεν έβγαλε κιλότα

Νταρντάνα βυζοκωλαρού
Τσαχπινομάτα μπουταρού
Η δόλια η Παναγιώτα
Τα βράδια μόνη ξενυχτά
με τα ποδάρια ανοιχτά
μουσκίδι την κιλότα

Ένα χρόνο η Παναγιώτα
Που δεν έβγαλε κιλότα

Χαϊδεύει μόνη το μουνί
Πόση να κάνει υπομονή
Και πόσο να αντέξει
Τρίβει τα χείλια τα χτυπά
Και το Θεό παρακαλά
Μια πούτσα να της πέψει

Ένα χρόνο η Παναγιώτα
Που δεν έβγαλε κιλότα

Και πιάσαν’ τόπο οι προσευχές
πήγαν ‘να βράδυ δυο ψωλές
χοντρές, μακριές, με στύση
χαλάλι η υπομονή
πλάνταξαν κώλος και μουνί
απ’ το πολύ γαμήσι

Κι από τότε η Παναγιώτα
δεν ξανάβαλε κιλότα…

Γλυφομούνι (15-σύλλαβα)

Απέναντί μου κάθεσαι με ανοιχτά τα μπούτια
σε βλέπουνε τ’ αρχίδια μου και θέλουν μπαλαμούτια

Σκύβεις λιγάκι προς τα μπρος και βλέπω τα βυζιά σου
Αχ και να στα πιπίλαγα μέχρι να παπαριάσουν

Ρόγα τη ρόγα να ρουφώ να πίνω άσπρο πάτο
κι εσύ να με παρακαλάς να πάω και πιο κάτω…

Να σου παιδεύω την κοιλιά να σου ρουφώ τ’ αφάλι
και να μουδιάζουν πάνω σου νύχια μέχρι κεφάλι

Να σου μαλάζω τα μεριά να πιάνω τις λαγόνες
Και να κυλάν στα μπούτια σου ποτάμια οι ορμόνες

Να σκύβω ύστερα -κι εκεί, στα μάτια μου αγνάντι
να βλέπω το μουνάκι σου να αστράφτει σα διαμάντι

Να βλέπω τα χειλάκια του να τρέχουν σαν τη βρύση
σα να θερμοπαρακαλούν κάποιος να τα φιλήσει

Να τα χωρίζω απαλά με γλώσσα και με στόμα
κι αυτά ν’ ανοιγοκλείνουνε να θέλουν κάτι ακόμα…

Να πιπιλάω με μαστοριά να γλύφω να δαγκώνω
κι όταν τα νιώθω έτοιμα το δάχτυλο να χώνω…

Και πάνω εκεί που ενώνονται στην όμορφη κορφή τους
να ξεπροβάλει αγέρωχη με θράσος η αδερφή τους

Και να γυρεύει μερτικό κι εκείνη απ’ το παιχνίδι
Κόσμημα ακατέργαστο που ‘χει σκληρύνει ήδη…

τότε το στόμα μου απαλά θα την περικυκλώσει
προσεκτικά , προσεκτικά για να μην την πληγώσει

Θα τη ρουφώ. Τα δάχτυλα θα βάζω μέσα έξω
Μ΄ αυτά που γράφω καύλωσα ώρα είναι να τον παίξω…

Η κακογαμημένη (15-σύλλαβα)

Τρέχουν από την καύλα μου -στα μπούτια- υγρά, ποτάμια
Τι να μου κάνει η πούτσα σου που είναι σαν τη μπάμια

Για να χορτάσει το μουνί θέλει ψωλή γεμάτη
κι απ’ τη η δικιά σου λείπουνε δυο δάχτυλα και κάτι…

Σου στήνομαι στα τέσσερα καίγομαι από τον πόθο
τη χώνεις μες στον κώλο μου μα… ίσα που τη νιώθω

Για να χορτάσει ο κώλος μου θέλει λιγάκι πλάτος
μα εσένα είναι ο πούτσος σου λιανός π’ ανάθεμάτος

Απ΄ τη βραδιά του γάμου μας είδα τη μαύρη τύχη
που βρήκα υποδεκάμετρο ενώ έψαχνα για πήχη

Ενώ άλλα υποσχόσουνα πως θα συμβούν στο στρώμα
Εγώ θυμάμαι να ρωτώ «μπήκε ή όχι ακόμα;»

Άσχημο πράμα το μουνί να ζει μες στην ορφάνια
να ψάχνει για παρηγοριά σε αγγούρια και ραπάνια

Θα φύγω, μια καλή ψωλή όπως τη θέλω να ΄βρω
Να ‘ναι μακριά να ΄ναι χοντρή κι ας είναι κι από μαύρο…

Γνωμικά (15-σύλλαβα)

Γυναίκα που στα χέρια της έχει πυκνά τις τρίχες
δεν τη χορταίνει την ψωλή να ‘ναι και δέκα πήχες

Γυναίκα με μικρά βυζιά που μοιάζει με αγόρι
αν τη γυρίσεις μπρούμυτα σφυρίζει σα βαπόρι

Γυναίκα που κρατά σφιχτά τα μπούτια της κλεισμένα
πάει να πει πως ψάχνεται για πούτσο απεγνωσμένα

Γυναίκα που όταν την κοιτάς το βλέμμα χαμηλώνει
ζυγιάζει την πραμάτεια σου κάτω απ’ το παντελόνι

Γυναίκα με κλειστό γιακά και με βυζιά μεγάλα
Το προτιμά το μπρούμυτα καλύτερα από τα’ άλλα

Και ένα παρακλητικό…

Όταν θα δεις ένα μουνί να ΄χει τα χείλια τ’ όξω
φώναξε για βοήθεια να ‘ρθω κι εγώ να σπρώξω

Εντυπώσεις από την πρώτη νύχτα του γάμου

-Έλα εδώ και πες μου κόρη
Είναι άντρας ή αγόρι;
Πρώτη νύχτα χθες του γάμου
να χαρώ ή συμφορά μου;

-Μάνα αυτός είναι λεβέντης
και της πούτσας του αφέντης
Δε σηκώνει μα και όχι
Τον αρπάζει σαν τη λόγχη

Και τον βγάζει έξω μάνα
κι είναι σα χοντρή μπανάνα
μόνο που έχει άλλο χρώμα
κι άλλη η γεύση του στο στόμα

Παναγιά μου, όταν τον είδα
είπα «πάει δεν έχω ελπίδα»
το κεφάλι να μπει μόνο
θα πεθάνω από τον πόνο

-Μπήκε κόρη; -Μπήκε μάνα
και μου φάνηκε αεροπλάνα
πως το σπίτι βομβαρδίζαν
τα δυο κωλομέρια τρίζαν

Πόνος μάνα μα και γλύκα
Βέλαζα σαν την κατσίκα
Κι όταν ήρθε κι από πίσω
Είπα πως θα ξεψυχήσω

-Α! Τον άτιμο, από πίσω;
-Έτσι, λέει, θα εκτιμήσω
πόσο νοιάζεται για μένα…
Τι να κάνω η παρθένα!

-Τώρα κόρη μου είσαι εντάξει;
-Μάνα ο κώλος μου έχει φράξει
δε μπορώ ούτε να χέσω
Θα μου πέσει αν δεν τον δέσω

-Τράβα κόρη μου στο σπίτι
Κι όταν έρθει, τον αλήτη,
Πες του να ΄ρθει απ΄τη μανούλα
(μπας και γαμηθώ στη ζούλα…)

Τράβα κόρη στο χωράφι

Τράβα κόρη στο χωράφι
Να μου φέρεις ένα παύλο*
Να μου φέρεις ένα παύλο
Τράβα την ευχή μου να ‘χεις

Διάλεξε τον κόρη να ΄χει
στην κορφή μεγάλη φούντα
στην κορφή μεγάλη φούντα
και χοντρή, χοντρή τη ράχη

Διάλεξε τον πιο μεγάλο
Να ΄χει κόρη λίγα φύλλα
Να ‘χει κόρη λίγα φύλλα
Να ‘ν’ χοντρός κι όταν τα βγάλω

Φέρ’ τον να τον ξεφλουδίσω
Να του βάλω βουτυράκι
Να του βάλω βουτυράκι
Και στον φούρνο να τον ψήσω

*παύλος είναι ο καρπός από το καλαμπόκι σε κάποιες περιοχές της Κρήτης

Τα χειλάκια σου τα ρούσα…

Σήκωσε το φουστάνι σου
να δω ανθό γλυκάνισου
του γλυκάνισου τη γλύκα
έχεις μάτια μου για προίκα

Ο ανθός σου δεν το ξέρει
μα όποιος τον κοιτά υποφέρει

Τράβηξε τα μαλλάκια σου
να δω τα δυο χειλάκια σου
τα χειλάκια σου τα ρούσα
θα στα δάγκωνα αν μπορούσα…

θα στ’ ανοίξω εγώ τα χείλη
γλύπτης θα γενώ και σμίλη


ΜΕΡΑΚΛΕΙΑΔΑ

1

Στις μέρες μας ακούγεται μονάχα ως παραμύθι

καθώς του χρόνου ο τροχός το βύθισε στη λήθη

Το έγραψε μ' υπομονή, με μόχθο και με δέος

τον πούτσο καθώς έπαιζε ένας ποιητής αρχαίος

Μα πλέον πια οι σύγχρονοι το 'χουν για μαλακία

κι αφού στ' αρχίδια το 'γραψαν το κάναν παρωδία

Κάποιοι απ' αυτούς ξανάγραψαν το μύθο αυτό και πάλι

ενώ χρησιμοποίησαν το κάτω τους κεφάλι

Ίσως οι λέξεις που 'βγηκαν απ' αυτονών την πένα

να μοιάζουν πως δεν έχουνε και νόημα κανένα

Μα ο νέος μύθος έρχεται, γεμάτος διαστροφές

μονάχα για ενήλικες, χωρίς περικοπές

2

Πολλά χρόνια προτύτερα, σε άλλη εποχή

αρχαίοι υπήρχαν Έλληνες και δώδεκα θεοί

Μα δεν ήταν μονάχοι τους οι κάτοικοι αυτοί

υπήρχε ένας ημίθεος, τον λέγαν Μερακλή

Πατέρα είχε το Δία και μάνα μια θνητή

με σώμα παντοδύναμο και δίμετρη ψωλή

Στη Γη ο Ζευς κατέβηκε μια μέρα που 'χε στύση

κι απεγνωσμένα έψαχνε καμιά για να γαμήσει

Γιατί ψηλά στον Όλυμπο, κι ακόμη παραπέρα

η γέρικη πια πούτσα του δεν έβλεπ' άσπρη μέρα

Αν και συνέχεια έτρωγε μήλα, λωτούς και απίδια

η Ήρα όλο τον ζάλιζε και του 'πρηζε τα αρχίδια

Όταν λοιπόν κατέβηκε και είδε την Αλκμήνη

αφού τον πούτσο έβγαλε στα χέρια της τον δίνει

Της λέει: "Μωρή ξετσίπωτη παίξ' τη σκουληκαντέρα

και βάλτηνα στο στόμα σου να φτιάξει λίγο η μέρα"

Με τη μορφή του άντρα της ήταν μεταμφιεσμένος

κι αφού συχνά δε γάμαγε ήταν και καβλωμένος

Τότε λοιπόν της έμαθε πολλά κόλπα γαμάτα

εξηνταεννιά, ψαλιδωτά, μέχρι και καρεκλάτα

Έτσι άνευ σταματήματος ο παντογνώστης Δίας

πουτσοκαθοδηγούμενος πηδάει μέχρι πρωίας

3

Με τούτα τα καμώματα της θείας του ψωλής

ένα παιδί γεννήθηκε, ο μέγας Μερακλής

Η μοίρα ετούτου ήτανε ανθρώπους να βοηθήσει

και θρύλους, μύθους, τέρατα, όλους να τους γαμήσει

Aυτόν όλοι τον έτρεμαν γιατί ήταν ρωμαλέος

κανείς δε συγκρινότανε με το δικό του πέος

Μα όταν βρέφος ήτανε η Ήρα από κακία

την ώρα που ο άμοιρος τραβούσε μαλακία

μέσα στην κούνια του 'στειλε δυο γιγαντιαία φίδια

κι απότομα τιλίχτηκαν γύρω από τα αρχίδια

Να τα συνθλίψουν ήθελαν για να ευνουχιστεί

τα δύστυχα δεν πρόβλεψαν τη φονική ψωλή

Δουλεύοντάς την τάχιστα από την κούνια βγαίνει

σε λίγα δευτερόλεπτα κόμπο τα φίδια δένει

Η Ήρα εξοργίσθηκε και για να εκδικηθεί

στο βασιλιά Ευρισθέα του θέτει αποστολή

Ο Ευρισθέας ήτανε μονάχος, δίχως ταίρι

κι έτσι στις υπηρέτριες συνέχεια βάζει χέρι

Λοιπόν ετούτος έπρεπε στο Μερακλή να πει

πολλούς άθλους, πανδύσκολους, να κάνει στη στιγμή

Θα τον είχε ο βασιλιάς, αν έχανε, ως δούλο

μα αν κέρδιζε, η Ήρα θα έπαιρνε τον πούλο

4

Εις τη Νεμαία έτρεξε το λέων να σκοτώσει

τον ψώλαρο σα ρόπαλο στον κώλο του να χώσει

Οι φήμες τότε λέγανε πως τούτο το λιοντάρι

είχε το μεγαλύτερο, πιο τριχωτό παπάρι

Μα ο Μερακλής ως ήρωας, το ήξερ' η καρδιά του

τον κώλο πως θα ξέσκιζε του άγριου ετούτου γάτου

Με προσοχή πλησίασε το έρημο λιμέρι

πανέτοιμος για κίνδυνο, με την ψωλή στο χέρι

Απομεινάρια έβλεπε απ' άμοιρους ανθρώπους

το κτήνος που ξεκοίλιασε με χίλιους έναν τρόπους

Ξάφνου λοιπόν πετάγεται το τέρας με ορμή

μα ο Μερακλής ατρόμητος υψώνει την ψωλή

Η μάχη είν' αδυσώπητη μα αυτός υπερτερεί

και έντεχνα την πούτσα του κινεί με προσοχή

Μ' αυτόν τον τρόπο πράττοντας τον άλλο θα σαστίσει

και με μια μόνο κίνηση στον κώλο του θα χύσει

Κι αφού αυτός μαινόμενος μπόρεσε να τον σφάξει

όλο το δέρμα του 'γδαρε, καπότα για να φτιάξει

5

Η Ύδρα μετά ήτανε στου δοξασμού το δρόμο

π' ολόγυρα απ' τη λίμνη της εσκόρπαγε τον τρόμο

Φορούσε μαύρα πάντοτες διότι ήταν χήρα

κι επιθυμούσε συνεχώς πούτσο, κρασί και μπύρα

Με εννέα τσιμπουκόφωνα ήταν εφοδιασμένη

καμιά ψωλή από αυτά ποτέ δεν ξαναβγαίνει

Ο ήρωάς μας έπρεπε πολύ πρωί, σαν φέξει

αφού πάει στη λίμνη της την πίπα της να αντέξει

Μα μέχρι κι η ημίθεη, και η ψωλή του ακόμα

ακάθεκτη δε θα 'βγαινε απ' αυτηνής το στόμα

Έτσι ευφυής ως ήτανε στον Ήφαιστο πάει πρώτα

κι αυτός τότε του έδωσε τη χάλκινη καπότα

Αφού του έγιν' άτρωτη μπορεί πια να νικήσει

καθώς με τον ορείχαλκο την είχε εξοπλίσει

Τώρα μ' αυτοπεποίθηση κοντά στη Ύδρα πάει

κι εκείνη αστραπιαία κινεί να του τον φάει

Μια βίαιη κι απότομη δαγκωματιά της δίνει

μα αφού 'ταν από μέταλλο φαφούτα την αφήνει

Ο Μερακλής την έμπηξε στον κώλο της μ' ορμή

και η καημένη πήγε από άδηλο αναπνοή

6

Ο άθλος ο επόμενος ήταν να αιχμαλωτίσει

το κάπρο απ' την Ερύμανθο με την κτηνώδη στύση

Κανείς τότε δεν τόλμαγε ούτε να τον κοιτάξει

τον κάθε κώλο έκανε αμέσως να πλαντάξει

Εκλήθει τότ' ο ήρωας, να αναλάβει δράση

γιατί οι άλλοι κάτοικοι όλοι τα είχαν κλάσει

Το χοίρο καταδίωξε με καβλωμένο ψώλο

κι αυτός όταν κουράστηκε του το 'μπηξε στον κώλο

Μία κραυγή ακούστηκε ως στους αγρούς, στα γίδια

κι εξ' απ' τον κώλο μείνανε μονάχα δυο αρχίδια!

Ο Μερακλής βυθίστηκε σ' ατέλειωτη κρεπάλη

και όταν πλέον έχυνε, τότε γαμούσε πάλι

Δεν άντεχε το ζωντανό κόντευε να ξεράσει

στον κώλο του πια χώραγε και τρένο να περάσει!

Κι όταν το ζώο μούλιασε και έγιν' όλο λούτσα

ο ήρωας το έδεσε και το 'συρε απ' την πούτσα

7

Έτσι το ερημούλκησε μέχρι τον Ευρυσθέα

και μόλις τον αντίκτυσε ευθύς του 'πε χυδαία:

- Γνωρίζω οργίλε βασιλιά πως θέλεις τη θανή μου

μα αφού τελειώσουν όλα αυτά θα κάτσεις στην ψωλή μου

- Υιέ του Δία ασεβή μπροστά μου είσαι μια μύγα

στο σπίτι σου τη μάνα σου για να γαμήσω πήγα

- Ανίερε, το σόι μου στο στόμα σου μη βάζεις

να χύσω μέσ' τον κώλο σου ξανά μη μ' αναγκάζεις

Μονάρχα τρισκατάρατε και τύραννε της πλάκας

δε στο 'πε ρε η μάνα σου πως της βγήκες μαλάκας;

- Άντε να κάνεις τη δουλειά ξεφωνημένη θείτσα

και όταν είν' να ξαναρθείς φέρε και καμιά πίτσα

Έφυγε ο ημίθεος με τάχιστο το βήμα

εφόσον του Ευρυσθέα όλα του τα 'πε χύμα

8

Έτσι λοιπόν διέσχισε πεδιάδες και λαγκάδια

κι απ' το πολύ περπάτημα του βγήκανε τα λάδια

Ώσπου στο μέρος έφτασε εκεί που κατοικούσαν

οι Στιμφαλίδες όρνιθες και το λεηλατούσαν

Με ράμφη παντοδύναμα σα να 'τανε καρφιά

των άμοιρων θυμάτων τους ξεσκίζαν τα καβλιά

Έσπευσε τότ' ο Μερακλής να τις κατατροπώσει

και με την ηρωική ψωλή ένα τέλος να δώσει

Όταν είδε το σμήνος τους να ίπταται από πάνω

η πούτσα του αγρίεψε και έγιν' αεροπλάνο

Μα συνειδητοποίησε πως ούτ' αυτός δε φτάνει

τόσο ψηλά η πούτσα του αρχίδια μόνο κλάνει

Μα το καβλί του αρπάζοντας που ήτανε δρακόντιο

το τράβηξε με δύναμη και το 'κανε ακόντιο!

Ταχύτατα πια τρέχοντας στο έδαφος το μπήγει

και έτσι τότε έκανε κάτι που κάναν λίγοι

Εκείνος τότε πέτυχε ένα ακροβατικό

που πλέον το γνωρίζετε ως άλμα επί κοντώ

Κι αφού εκσφενδονίστηκε τις όρνιθες ξεσκίζει

την πούτσα του σαν έλικα καθώς στριφογυρίζει

9

Το μάθανε οι κάτοικοι, τους φάνηκε σαν ψέμα

κι ο Μερακλής τους κοίταξε με πονηρό το βλέμμα

"Ευχαριστούμε" είπανε με μια φωνή τους όλοι

"Χάρη σε 'σένα σώθηκαν οι άμοιροί μας κώλοι"

"Τί θέλεις να σου κάνουμε από ευγνωμοσύνη;"

Κι εκείνος με χαμόγελο μια συμβουλή τους δίνει:

"Με 'μένα άμα θέλετε να τα 'χετε καλά

τους κώλους απ' τις κόρες σας στήστε τους στη σειρά"

Και κάβλωσ' ο ημίθεος και φέρνει στην ευθεία

την πούτσα με τους κώλους τους και τρέχει σαν ταχεία

Μέσα σε δευτερόλεπτα τις πέρνει από πίσω

και όλες τις ξεκώλιασε φωνάζοντας "Θα χύσω!"

Στα κοριτσάκια άρεσε κι αρχίσαν να τα πίνουν

κι οι μάνες στα ανήλικα τα μάτια τους τα κλείνουν

Αφού τ' όργιο τελείωσε και χύσαν τα μικρά

ο Μερακλής την πούτσα του την τίναξε καλά

Και τότε λέει στους κάτοικους "Δεν τέλειωσε το χρέος"

"Να πείτε στις γυναίκες σας να γλύψουνε το πέος"

Αφού οι κακομοίριδες δεν είχαν άλλη λύση

την πούτσα κάθε θηλυκό φέραν να πιπιλήσει

Έτσι λοιπόν τη μούλιασαν απ' το πολύ το γλύψε

κι όταν αυτός βαρέθηκε στην κάθε μια 'πε "Σκύψε!"

Τη μια αρπάζει γρήγορα κι από μπροστά τον μπήγει

τις άλλες πιάνει απ' τα βυζιά, καμιά μην του ξεφύγει

Με τη σειρά τους άνοιξε και τις κωλοτρυπίδες

οι άλλες πούτσες μοιάζανε με οδοντογλυφίδες

Οι γκόμενες καβλώσανε και φώναζαν "Τον θέλω!"

και το χωριό τους έγινε απέραντο μπουρδέλο

Την έκανε σαν τελείωσε το ξέφρενο γαμήσι

κι απ' το πολύ το πήδημα του είχε παραλύσει

Μα οι χωρικοί συνέχισαν μέχρι την άλλη μέρα

γαμήσαν κι οι ανύπαντροι και όσοι είχαν βέρα

Ο Μερακλής ακάθεκτος μονάχος συνεχίζει

καθώς την κωλοτύχη του δε σταματά μα βρίζει

10

Να κάνει τώρα έπρεπε την πιο βρωμοδουλειά

στις χέστρες του Αυγείου να πλύνει τα σκατά

Αυτός είχ' από άλογα περίπου μια αράδα

τους στάβλους όμως γέμιζαν ως πάνω στην κουράδα

Του βάλαν προθεσμία μονάχα ως το βράδυ

για να τους καθαρίσει πριν πέσει το σκοτάδι

Μα ήτανε αδύνατον, κάτι τέτοιο να κάνει

όλα να πλύνει τα σκατά και να απολυμάνει

Και σκέφτηκε ένα τέχνασμα γνωστό στην ιστορία

σ' ένα βράχο σκαρφάλωσε τραβώντας μαλακία

Δεν πίστευε ο Αυγείας πως θα τα καταφέρει

μα ο Μερακλής την έπαιξε με το 'να μόνο χέρι

Από 'κει πάνω έχυσε με δύναμη και βία

η πούτσα του λειτούργησε σα να 'τανε αντλία

Από αυτό υπήρξανε πολλά άμοιρα θύματα

στο διάβα γιατί βρέθηκαν απ' τα Μεράκλεια κύματα

Με το καυτό ψωλόχυμα οι στάβλοι όλοι γεμίσαν

και χάρη στην παλίρροια οι χέστρες καθαρίσαν

Αυτοί που κατοικούσανε εκεί κοντά πνιγήκαν

μπρατσάκια ή σωσίβιο όσοι είχανε σωθήκαν

Έτσι και πάλι ο Μερακλής μπόρεσε να νικήσει

αφού η πούτσα του 'βγαλε πέντε γαλόνια χύσι

Μ' αυτό τον τρόπο μπόρεσε να κάνει τη φασίνα

μα είχε δει τόσο σκατό που του 'κοψε την πείνα

Αυτός ο άθλος ήτανε πανδύσκολος σα μάχη

για να ξεράσει έφυγε, μ' ανάκατο στομάχι

11

Τη μπόχα πια δε μύριζε γιατ' έκλεισε τη μύτη

σ' ένα καράβι ανέβηκε και σάλπαρε για Κρήτη

Μα η πούτσα του δε χώραγε, ήταν μικροί οι χώροι

κι ολημερίς την έπαιζε ασύστωλα στην πλώρη

Στον προορισμό τους φτάσανε μια νύχτα με φεγγάρι

κι ο Μερακλής την πούτσα του βγάζει από τ' αμπάρι

Και τώρα ο ημίθεος πλέον αναζητάει

τον ταύρο από την κόλαση που τρόμο εκεί σκορπάει

Είδ' όταν τον εντόπισε στη Νότια Ελλάδα

πως στην πραγματικότητα ήταν τρελή γελάδα

Η φήμη της διαδόθηκε σ' ολόκληρη την Κρήτη

με εγκεφαλοπάθεια τα θύματά της πλήττει

Να τη σκοτώσει έπρεπε ως είν' καταστροφέας

αν ήθελαν εις το νησί να ξαναφάνε κρέας

Έτσι την καταδίωξε μεσ' τα άγρια βουνά

και με το που την πρόφτασε την πιάνει απ' τα βυζιά

Πρώτη φορά αντίκρυζε βυζιά τόσο μεγάλα

κι ισπανικά του κάνανε και βγάζανε και γάλα

Ποτέ δεν είχε ξαναδεί τέτοια στον κόσμο όλο

κι αφού τα χούφτωσε καλά της έσκαψε τον κώλο

Το ζώο τότε ξύπνησε μέσα στο Μερακλή

ως κτηνοβάτης γάμαγε, με όρθια ψωλή

Η διαστροφή του κράτησε μέχρι το μεσημέρι

ως τότε της τον έχωνε, της έβαζε και χέρι

Αηδιάσαν απ' το θέαμα όσοι ήτανε τριγύρω

ξεράσαν οι τουρίστες τα σουβλάκια με το γύρο

Έτσι λοιπόν γιατρεύτηκε το παλαβό γελάδι

και γύρισε μονάχο του στ' υπόλοιπο κοπάδι

Όλοι τόσο χαρήκανε που φτιάξαν από πέτρα

ένα άγαλμα της πούτσας του ψηλό τριάντα μέτρα

Μ' αυτό τον τρόπο ήθελαν να τον εξευμενίσουν

αλλιώς όλους θα ανάγκαζε τούς κώλους τους να στήσουν

Φεύγει μ' ικανοποίηση, γεμάτος ηδονή

καθώς αιώνια η πούτσα του θα υμνείται στο νησί

Κι έτσι για την επόμενη πάει δοκιμασία

ενώ καθώς ταξίδευε τραβούσε μαλακία

12

Ο δρόμος ήταν δύσκολος, γεμάτος πειρατές

που γύρευαν για τρόπαια ανθρώπινες ψωλές

Μα σαν αυτούς κατάφερνε άλλους πενηνταδύο

κι αφ' όλους τους ευνούχισε, τους βύθισε το πλοίο

Μετά από μέρες έφτασε στους στάβλους του Διομήδη

όλοι αυτόν τον ήξεραν πως ήταν ψωλαρχίδι

Στους στάβλους τούτος έκρυβε τα σαρκοφάγα άτια

τις πούτσες των θυμάτων τους τις κάνανε κομμάτια

Να τον ταϊσει έπρεπε στα ζώα ως βορά

κι αυτά στο κωλαράκι του να 'ξηγηθούν καλά

Μα ο Διομήδης κρύφτηκε, και 'κεί καραδωκεί

κι όταν τον άλλο άκουσε ορθώνει την ψωλή

Ψωλόχυμα κρατώντας την αιφνίδια εκσφενδονίζει

μα ο Μερακλής την άρπαξε και τον στριφογυρίζει

Πετώντας τον στο πάτωμα του σπάει τα πλευρά

κι αυτός του 'πε κατάκοιτος: "Μπαμπέση πουτσαρά..."

Μα έτσι τον εξόργισε και για να εκδικηθεί

ανάμεσα στα άλογα τον πέταξε μ' ορμή

Ένα απ' αυτά που πρόλαβε προτού αυτός ξεφύγει

στην πλάτη του ανέβηκε και βίαια του τον μπήγει

Ο Μερακλής τα έβλεπε να τον τρών' με μανία

γελώντας καθώς κοίταζε τραβούσε μαλακία

Το θέαμα αυτό κράτησε λίγα μόνο λεπτά

το μόνο που αφήσανε ήτανε τα οστά

Τις θύρες τότε διάβηκε στο στάβλο για να μπει

οι ίπποι να τον κάνουνε πήγαν σκυλοτροφή

Μα αυτός κάνει μια κίνηση κουνώντας τον αγκώνα

και ξεπροβάλλει η πούτσα του μέσα απ' το χιτώνα

Αυτά μόλις την είδανε στη φάτνη ξαναμπήκαν

εις τη θεϊκή της δύναμη καθώς υποταχτήκαν

Και έτσι αυτός κατάφερε και το καθένα άτι

χωρίς κόπο μετέφερε εις το ψηλό παλάτι

13

Ο Ευρυσθέας έμεινε με στόμα ανοιχτό

πολύ φτηνά το γλίτωσε το εγκεφαλικό

Καθώς μόλις τα αντίκρισε κυριεύτηκε από φρίκη

ο Μερακλής τον άρχισε, ευθύς στο μπινελίκι

- Πανκάκιστε δικτάτορα δεν έχεις πια ισχύ

τον κώλο σου ο πούτσος μου θέλει να επισκεφτεί

- Μπορεί, ω αλητήριε, να είσαι δυνατός

μα αν γουστάρει ο ψώλος μου θα φύγεις ξαπλωτός

- Εσύ πλέον δε δύνασαι να ασκήσεις εξουσία

μα δε βαριέσαι, κάλλιστα σου μένει η μαλακία

- Να μου κοπούν τα αρχίδια μου εάν μα τον Ερμή

κάνεις και τους υπόλοιπους τους άθλους Μερακλή

- Θα τους εκάνω και τους τρεις, μα το θεό τον Άρη

απλώς κάτσε και κοίτα με, τρισάθλιο παπάρι

- Αναίσχυντο μικρόβιο, εγώ μα τον Απόλλωνα

να γάμαγα το σόι σου ποτέ ρε δε θα κώλωνα

- Τέτοιες πουστιές μην ξαναπείς, ω μα την Αθηνά

ξέρεις πως δε σηκώνω για το σόι μου πολλά

- Να δούμε τότε αν μπορείς μα τη θεά Αφροδίτη

τη ζώνη να φέρεις σε με από την Ξιππολύτη

- Μα τον Ζευς το χατήρι σου όταν το κάνω πάλι

τη ζώνη πες της κόρης σου στον κώλο της να βάλει

14

Μετά τα λόγια τα τρανά γεμάτα από σοφία

ο Μερακλής αποχωρεί απ' τη λογομαχία

Στ' οινοποτείο πήγε ώρα χωρίς να χάσει

κι εκεί τους άντρες προσπαθεί όλους να καλοπιάσει

Τους λέει: "Ακολουθήστε με πάμε στις Αμαζόνες

κάνα κώλο να πιάσουμε, να δούμε βυζαρόνες"

Εκείνοι αμαζόνιους θέλαν να δούνε κώλους

ήταν λοιπόν σκεπτόμενοι μονάχα με τους ψώλους

Έτσι τον ακολούθησαν και βγήκαν απ' την πόλη

καθώς αυτοί στο βάθος τους μαλάκες ήταν όλοι

Τη ζώνη να ζητήσουνε πηγαίνουν στη στιγμή

κι η Ξιππολύτη είπε γεμάτη ηδονή

"Εσύ κραταιέ Μερακλή μια χάρη μου ζητάς

κι όπως σε κόβω από μακριά είσαι και πουτσαράς

Τ' αντάλλαγμα π' επιθυμώ θα πω χωρίς αηδίες

κατέβασε το σώβρακο κι έλα για ανωμαλίες"

Η πούτσα του ενισχύθηκε απ' τον πατέρα Δία

κι έτσι στο όργιο έπεσε πετώντας το μανδύα

Μα βλέποντας τους σύντροφους, πολύ καλά το ξέρει

πως όλοι τους δε θα 'μεναν με το πουλί στο χέρι

Καθώς με ένα μαστίγιο το Μερακλή τον δέρνει

τις βυζαρούδες φίλες της η Ξιππολύτη φέρνει

Με τη σειρά τους φέρανε αυτές κρασί και ούζα

και με τα μούτρα πέσανε σ' ακόλαστη παρτούζα

Στις Αμαζόνες στήθηκε βιτσιόζικο γαμήσι

κι οι σύντοφοι του ήρωα γαμάγανε με στύση

Μα το καβλάτο όργιο πολύ δεν το χαρήκαν

κατάρα η Ήρα έριξε κι οι πούτσες μαραθήκαν

Οι Αμαζόνες θεώρησαν πως ήταν προσβολή

και για να την ξεπλύνουνε αρχίσανε σφαγή

Οι άντρες μάχη δώσανε, αθάνατη στα χρόνια

μα με πεσμένα μάχονταν όλοι τους παντελόνια

Γι' αυτό και δε δυνότανε ο θείος Μερακλής

να αρκεστεί στη δύναμη της μέγιστης ψωλής

Του Δία τη βοήθεια και πάλι επικαλείται

και αυτό που τότε έγινε μονάχα εδώ θα δείτε

Ο ουρανός εσκούρηνε και κεραυνούς ξερνάει

μα σαν αλεξικέραυνο ο ψώλος τις τραβάει

Οι τάσεις οι τιτάνιες στην κεφαλή του μπήκαν

τα τριχωτά αρχίδια του σαν αχινοί γινήκαν

Η ηλεκτρική εκκένωση τον πούτσο του διαστέλλει

μ' αυτόν τον τρόπο έγινε μακρόστενος σα χέλι

Γεωμετρικά ψηλώνοντας τα Ιμαλάια φτάνει

μα τόσο πια που καύλωσε το είδαν κι οι Ινδιάνοι

Μπροστά τους υψωνότανε κτηνώδες και τα χάσαν

και αναπαρηστώντας το, τοτέμ κατασκευάσαν

Των ξύλων τα λαξεύματα μονάχα ομολογούσαν

πως το Μεράκλειο ψώλαρο οι ιθαγενείς τιμούσαν

Οι Αμαζόνες είδανε το πορφυρό κεφάλι

να φτάνει ως τα σύννεφα κι έτσι τους ήρθε ζάλη

Γι' αυτό αμέσως όλες τους τα όπλα παραδώσαν

και σίγουρο ευνουχισμό οι σύντροφοι γλιτώσαν

Μετά απ' αυτά παρέδωσε τη ζώνη η Ξιππολύτη

και είπε εις το Μερακλή: "Φαύλε αρσενοκοίτη"

Μα αυτός φεύγοντας ήρεμος στ' αρχίδια του τη γράφει

κι εγκαταλείπει ατάραχος της μάχης τα εδάφη

Οι Αμαζόνες χάνοντας το δίμετρο τσουτσούνι

το μόνο που τους έμενε ήταν το πλακομούνι

Το έπαθλο κατέχοντας ο ήρωάς μας φεύγει

καθώς οι πολεμίστριες γαμιόνταν ανά ζεύγη

Δεν υπάρχουν σχόλια: