ΓΑΜΟΤΡΑΓΟΥΔΑ
Ένα μουνί και μια ψωλή
Ένα μουνί και μια ψωλή
μαλλί πιαστήκαν’ με μαλλί
κι άρχισε η ψωλή να γνέθει
με μεράκι και με κέφι
-Μία μέσα μία έξω
αχ μουνάκι θα σου πλέξω
κότσο όλες σου τις τρίχες
για να χαίρεσαι που μ΄ είχες
-Άσ’ τον κότσο. Δε μ’ αρέσει
πιο καλά κάνε στη μέση
μια φαρδιά καλή χωρίστρα
κι ύστερα εκεί μέσα γλίστρα
-Αχ μουνί μου μυρωδάτο
πούτσο θες χοντρό βαρβάτο
να σε ανοίξει να σε απλώσει
και να σε διπλολαδώσει
-Άσε πούτσε τη μουρμούρα
κι έλα εδώ που έχω φαγούρα
Γάμα με π’ ανάθεμά σε
Άστα λόγια. Τα έργα πιάσε
-Σήκωσε τα πόδια μούνε
στα βυζιά σου ν’ ακουμπούνε
Κι έρχομαι να σε γαμήσω
Κι από μπρος και από πίσω
-Έτσι μπράβο ψώλαρέ μου
κοίτα τα μεριά μου τρέμουν
έμπα μέσα μου και μείνε
χύνε με και ξαναχύνε…
Η χήρα η Παναγιώτα
Η Παναγιώτα χήρεψε
κι ενώ ποτέ δε γύρεψε
απ’ το Θεό μια χάρη
Στου μακαρίτη τη χρονιά
την έπιασε λιγοθυμιά
για πούτσο παιχνιδιάρη
Ένα χρόνο η Παναγιώτα
Που δεν έβγαλε κιλότα
Νταρντάνα βυζοκωλαρού
Τσαχπινομάτα μπουταρού
Η δόλια η Παναγιώτα
Τα βράδια μόνη ξενυχτά
με τα ποδάρια ανοιχτά
μουσκίδι την κιλότα
Ένα χρόνο η Παναγιώτα
Που δεν έβγαλε κιλότα
Χαϊδεύει μόνη το μουνί
Πόση να κάνει υπομονή
Και πόσο να αντέξει
Τρίβει τα χείλια τα χτυπά
Και το Θεό παρακαλά
Μια πούτσα να της πέψει
Ένα χρόνο η Παναγιώτα
Που δεν έβγαλε κιλότα
Και πιάσαν’ τόπο οι προσευχές
πήγαν ‘να βράδυ δυο ψωλές
χοντρές, μακριές, με στύση
χαλάλι η υπομονή
πλάνταξαν κώλος και μουνί
απ’ το πολύ γαμήσι
Κι από τότε η Παναγιώτα
δεν ξανάβαλε κιλότα…
Γλυφομούνι (15-σύλλαβα)
Απέναντί μου κάθεσαι με ανοιχτά τα μπούτια
σε βλέπουνε τ’ αρχίδια μου και θέλουν μπαλαμούτια
Σκύβεις λιγάκι προς τα μπρος και βλέπω τα βυζιά σου
Αχ και να στα πιπίλαγα μέχρι να παπαριάσουν
Ρόγα τη ρόγα να ρουφώ να πίνω άσπρο πάτο
κι εσύ να με παρακαλάς να πάω και πιο κάτω…
Να σου παιδεύω την κοιλιά να σου ρουφώ τ’ αφάλι
και να μουδιάζουν πάνω σου νύχια μέχρι κεφάλι
Να σου μαλάζω τα μεριά να πιάνω τις λαγόνες
Και να κυλάν στα μπούτια σου ποτάμια οι ορμόνες
Να σκύβω ύστερα -κι εκεί, στα μάτια μου αγνάντι
να βλέπω το μουνάκι σου να αστράφτει σα διαμάντι
Να βλέπω τα χειλάκια του να τρέχουν σαν τη βρύση
σα να θερμοπαρακαλούν κάποιος να τα φιλήσει
Να τα χωρίζω απαλά με γλώσσα και με στόμα
κι αυτά ν’ ανοιγοκλείνουνε να θέλουν κάτι ακόμα…
Να πιπιλάω με μαστοριά να γλύφω να δαγκώνω
κι όταν τα νιώθω έτοιμα το δάχτυλο να χώνω…
Και πάνω εκεί που ενώνονται στην όμορφη κορφή τους
να ξεπροβάλει αγέρωχη με θράσος η αδερφή τους
Και να γυρεύει μερτικό κι εκείνη απ’ το παιχνίδι
Κόσμημα ακατέργαστο που ‘χει σκληρύνει ήδη…
τότε το στόμα μου απαλά θα την περικυκλώσει
προσεκτικά , προσεκτικά για να μην την πληγώσει
Θα τη ρουφώ. Τα δάχτυλα θα βάζω μέσα έξω
Μ΄ αυτά που γράφω καύλωσα ώρα είναι να τον παίξω…
Η κακογαμημένη (15-σύλλαβα)
Τρέχουν από την καύλα μου -στα μπούτια- υγρά, ποτάμια
Τι να μου κάνει η πούτσα σου που είναι σαν τη μπάμια
Για να χορτάσει το μουνί θέλει ψωλή γεμάτη
κι απ’ τη η δικιά σου λείπουνε δυο δάχτυλα και κάτι…
Σου στήνομαι στα τέσσερα καίγομαι από τον πόθο
τη χώνεις μες στον κώλο μου μα… ίσα που τη νιώθω
Για να χορτάσει ο κώλος μου θέλει λιγάκι πλάτος
μα εσένα είναι ο πούτσος σου λιανός π’ ανάθεμάτος
Απ΄ τη βραδιά του γάμου μας είδα τη μαύρη τύχη
που βρήκα υποδεκάμετρο ενώ έψαχνα για πήχη
Ενώ άλλα υποσχόσουνα πως θα συμβούν στο στρώμα
Εγώ θυμάμαι να ρωτώ «μπήκε ή όχι ακόμα;»
Άσχημο πράμα το μουνί να ζει μες στην ορφάνια
να ψάχνει για παρηγοριά σε αγγούρια και ραπάνια
Θα φύγω, μια καλή ψωλή όπως τη θέλω να ΄βρω
Να ‘ναι μακριά να ΄ναι χοντρή κι ας είναι κι από μαύρο…
Γνωμικά (15-σύλλαβα)
Γυναίκα που στα χέρια της έχει πυκνά τις τρίχες
δεν τη χορταίνει την ψωλή να ‘ναι και δέκα πήχες
Γυναίκα με μικρά βυζιά που μοιάζει με αγόρι
αν τη γυρίσεις μπρούμυτα σφυρίζει σα βαπόρι
Γυναίκα που κρατά σφιχτά τα μπούτια της κλεισμένα
πάει να πει πως ψάχνεται για πούτσο απεγνωσμένα
Γυναίκα που όταν την κοιτάς το βλέμμα χαμηλώνει
ζυγιάζει την πραμάτεια σου κάτω απ’ το παντελόνι
Γυναίκα με κλειστό γιακά και με βυζιά μεγάλα
Το προτιμά το μπρούμυτα καλύτερα από τα’ άλλα
Και ένα παρακλητικό…
Όταν θα δεις ένα μουνί να ΄χει τα χείλια τ’ όξω
φώναξε για βοήθεια να ‘ρθω κι εγώ να σπρώξω
Εντυπώσεις από την πρώτη νύχτα του γάμου
-Έλα εδώ και πες μου κόρη
Είναι άντρας ή αγόρι;
Πρώτη νύχτα χθες του γάμου
να χαρώ ή συμφορά μου;
-Μάνα αυτός είναι λεβέντης
και της πούτσας του αφέντης
Δε σηκώνει μα και όχι
Τον αρπάζει σαν τη λόγχη
Και τον βγάζει έξω μάνα
κι είναι σα χοντρή μπανάνα
μόνο που έχει άλλο χρώμα
κι άλλη η γεύση του στο στόμα
Παναγιά μου, όταν τον είδα
είπα «πάει δεν έχω ελπίδα»
το κεφάλι να μπει μόνο
θα πεθάνω από τον πόνο
-Μπήκε κόρη; -Μπήκε μάνα
και μου φάνηκε αεροπλάνα
πως το σπίτι βομβαρδίζαν
τα δυο κωλομέρια τρίζαν
Πόνος μάνα μα και γλύκα
Βέλαζα σαν την κατσίκα
Κι όταν ήρθε κι από πίσω
Είπα πως θα ξεψυχήσω
-Α! Τον άτιμο, από πίσω;
-Έτσι, λέει, θα εκτιμήσω
πόσο νοιάζεται για μένα…
Τι να κάνω η παρθένα!
-Τώρα κόρη μου είσαι εντάξει;
-Μάνα ο κώλος μου έχει φράξει
δε μπορώ ούτε να χέσω
Θα μου πέσει αν δεν τον δέσω
-Τράβα κόρη μου στο σπίτι
Κι όταν έρθει, τον αλήτη,
Πες του να ΄ρθει απ΄τη μανούλα
(μπας και γαμηθώ στη ζούλα…)
Τράβα κόρη στο χωράφι
Τράβα κόρη στο χωράφι
Να μου φέρεις ένα παύλο*
Να μου φέρεις ένα παύλο
Τράβα την ευχή μου να ‘χεις
Διάλεξε τον κόρη να ΄χει
στην κορφή μεγάλη φούντα
στην κορφή μεγάλη φούντα
και χοντρή, χοντρή τη ράχη
Διάλεξε τον πιο μεγάλο
Να ΄χει κόρη λίγα φύλλα
Να ‘χει κόρη λίγα φύλλα
Να ‘ν’ χοντρός κι όταν τα βγάλω
Φέρ’ τον να τον ξεφλουδίσω
Να του βάλω βουτυράκι
Να του βάλω βουτυράκι
Και στον φούρνο να τον ψήσω
*παύλος είναι ο καρπός από το καλαμπόκι σε κάποιες περιοχές της Κρήτης
Τα χειλάκια σου τα ρούσα…
Σήκωσε το φουστάνι σου
να δω ανθό γλυκάνισου
του γλυκάνισου τη γλύκα
έχεις μάτια μου για προίκα
Ο ανθός σου δεν το ξέρει
μα όποιος τον κοιτά υποφέρει
Τράβηξε τα μαλλάκια σου
να δω τα δυο χειλάκια σου
τα χειλάκια σου τα ρούσα
θα στα δάγκωνα αν μπορούσα…
θα στ’ ανοίξω εγώ τα χείλη
γλύπτης θα γενώ και σμίλη
Ένα μουνί και μια ψωλή
Ένα μουνί και μια ψωλή
μαλλί πιαστήκαν’ με μαλλί
κι άρχισε η ψωλή να γνέθει
με μεράκι και με κέφι
-Μία μέσα μία έξω
αχ μουνάκι θα σου πλέξω
κότσο όλες σου τις τρίχες
για να χαίρεσαι που μ΄ είχες
-Άσ’ τον κότσο. Δε μ’ αρέσει
πιο καλά κάνε στη μέση
μια φαρδιά καλή χωρίστρα
κι ύστερα εκεί μέσα γλίστρα
-Αχ μουνί μου μυρωδάτο
πούτσο θες χοντρό βαρβάτο
να σε ανοίξει να σε απλώσει
και να σε διπλολαδώσει
-Άσε πούτσε τη μουρμούρα
κι έλα εδώ που έχω φαγούρα
Γάμα με π’ ανάθεμά σε
Άστα λόγια. Τα έργα πιάσε
-Σήκωσε τα πόδια μούνε
στα βυζιά σου ν’ ακουμπούνε
Κι έρχομαι να σε γαμήσω
Κι από μπρος και από πίσω
-Έτσι μπράβο ψώλαρέ μου
κοίτα τα μεριά μου τρέμουν
έμπα μέσα μου και μείνε
χύνε με και ξαναχύνε…
Η χήρα η Παναγιώτα
Η Παναγιώτα χήρεψε
κι ενώ ποτέ δε γύρεψε
απ’ το Θεό μια χάρη
Στου μακαρίτη τη χρονιά
την έπιασε λιγοθυμιά
για πούτσο παιχνιδιάρη
Ένα χρόνο η Παναγιώτα
Που δεν έβγαλε κιλότα
Νταρντάνα βυζοκωλαρού
Τσαχπινομάτα μπουταρού
Η δόλια η Παναγιώτα
Τα βράδια μόνη ξενυχτά
με τα ποδάρια ανοιχτά
μουσκίδι την κιλότα
Ένα χρόνο η Παναγιώτα
Που δεν έβγαλε κιλότα
Χαϊδεύει μόνη το μουνί
Πόση να κάνει υπομονή
Και πόσο να αντέξει
Τρίβει τα χείλια τα χτυπά
Και το Θεό παρακαλά
Μια πούτσα να της πέψει
Ένα χρόνο η Παναγιώτα
Που δεν έβγαλε κιλότα
Και πιάσαν’ τόπο οι προσευχές
πήγαν ‘να βράδυ δυο ψωλές
χοντρές, μακριές, με στύση
χαλάλι η υπομονή
πλάνταξαν κώλος και μουνί
απ’ το πολύ γαμήσι
Κι από τότε η Παναγιώτα
δεν ξανάβαλε κιλότα…
Γλυφομούνι (15-σύλλαβα)
Απέναντί μου κάθεσαι με ανοιχτά τα μπούτια
σε βλέπουνε τ’ αρχίδια μου και θέλουν μπαλαμούτια
Σκύβεις λιγάκι προς τα μπρος και βλέπω τα βυζιά σου
Αχ και να στα πιπίλαγα μέχρι να παπαριάσουν
Ρόγα τη ρόγα να ρουφώ να πίνω άσπρο πάτο
κι εσύ να με παρακαλάς να πάω και πιο κάτω…
Να σου παιδεύω την κοιλιά να σου ρουφώ τ’ αφάλι
και να μουδιάζουν πάνω σου νύχια μέχρι κεφάλι
Να σου μαλάζω τα μεριά να πιάνω τις λαγόνες
Και να κυλάν στα μπούτια σου ποτάμια οι ορμόνες
Να σκύβω ύστερα -κι εκεί, στα μάτια μου αγνάντι
να βλέπω το μουνάκι σου να αστράφτει σα διαμάντι
Να βλέπω τα χειλάκια του να τρέχουν σαν τη βρύση
σα να θερμοπαρακαλούν κάποιος να τα φιλήσει
Να τα χωρίζω απαλά με γλώσσα και με στόμα
κι αυτά ν’ ανοιγοκλείνουνε να θέλουν κάτι ακόμα…
Να πιπιλάω με μαστοριά να γλύφω να δαγκώνω
κι όταν τα νιώθω έτοιμα το δάχτυλο να χώνω…
Και πάνω εκεί που ενώνονται στην όμορφη κορφή τους
να ξεπροβάλει αγέρωχη με θράσος η αδερφή τους
Και να γυρεύει μερτικό κι εκείνη απ’ το παιχνίδι
Κόσμημα ακατέργαστο που ‘χει σκληρύνει ήδη…
τότε το στόμα μου απαλά θα την περικυκλώσει
προσεκτικά , προσεκτικά για να μην την πληγώσει
Θα τη ρουφώ. Τα δάχτυλα θα βάζω μέσα έξω
Μ΄ αυτά που γράφω καύλωσα ώρα είναι να τον παίξω…
Η κακογαμημένη (15-σύλλαβα)
Τρέχουν από την καύλα μου -στα μπούτια- υγρά, ποτάμια
Τι να μου κάνει η πούτσα σου που είναι σαν τη μπάμια
Για να χορτάσει το μουνί θέλει ψωλή γεμάτη
κι απ’ τη η δικιά σου λείπουνε δυο δάχτυλα και κάτι…
Σου στήνομαι στα τέσσερα καίγομαι από τον πόθο
τη χώνεις μες στον κώλο μου μα… ίσα που τη νιώθω
Για να χορτάσει ο κώλος μου θέλει λιγάκι πλάτος
μα εσένα είναι ο πούτσος σου λιανός π’ ανάθεμάτος
Απ΄ τη βραδιά του γάμου μας είδα τη μαύρη τύχη
που βρήκα υποδεκάμετρο ενώ έψαχνα για πήχη
Ενώ άλλα υποσχόσουνα πως θα συμβούν στο στρώμα
Εγώ θυμάμαι να ρωτώ «μπήκε ή όχι ακόμα;»
Άσχημο πράμα το μουνί να ζει μες στην ορφάνια
να ψάχνει για παρηγοριά σε αγγούρια και ραπάνια
Θα φύγω, μια καλή ψωλή όπως τη θέλω να ΄βρω
Να ‘ναι μακριά να ΄ναι χοντρή κι ας είναι κι από μαύρο…
Γνωμικά (15-σύλλαβα)
Γυναίκα που στα χέρια της έχει πυκνά τις τρίχες
δεν τη χορταίνει την ψωλή να ‘ναι και δέκα πήχες
Γυναίκα με μικρά βυζιά που μοιάζει με αγόρι
αν τη γυρίσεις μπρούμυτα σφυρίζει σα βαπόρι
Γυναίκα που κρατά σφιχτά τα μπούτια της κλεισμένα
πάει να πει πως ψάχνεται για πούτσο απεγνωσμένα
Γυναίκα που όταν την κοιτάς το βλέμμα χαμηλώνει
ζυγιάζει την πραμάτεια σου κάτω απ’ το παντελόνι
Γυναίκα με κλειστό γιακά και με βυζιά μεγάλα
Το προτιμά το μπρούμυτα καλύτερα από τα’ άλλα
Και ένα παρακλητικό…
Όταν θα δεις ένα μουνί να ΄χει τα χείλια τ’ όξω
φώναξε για βοήθεια να ‘ρθω κι εγώ να σπρώξω
Εντυπώσεις από την πρώτη νύχτα του γάμου
-Έλα εδώ και πες μου κόρη
Είναι άντρας ή αγόρι;
Πρώτη νύχτα χθες του γάμου
να χαρώ ή συμφορά μου;
-Μάνα αυτός είναι λεβέντης
και της πούτσας του αφέντης
Δε σηκώνει μα και όχι
Τον αρπάζει σαν τη λόγχη
Και τον βγάζει έξω μάνα
κι είναι σα χοντρή μπανάνα
μόνο που έχει άλλο χρώμα
κι άλλη η γεύση του στο στόμα
Παναγιά μου, όταν τον είδα
είπα «πάει δεν έχω ελπίδα»
το κεφάλι να μπει μόνο
θα πεθάνω από τον πόνο
-Μπήκε κόρη; -Μπήκε μάνα
και μου φάνηκε αεροπλάνα
πως το σπίτι βομβαρδίζαν
τα δυο κωλομέρια τρίζαν
Πόνος μάνα μα και γλύκα
Βέλαζα σαν την κατσίκα
Κι όταν ήρθε κι από πίσω
Είπα πως θα ξεψυχήσω
-Α! Τον άτιμο, από πίσω;
-Έτσι, λέει, θα εκτιμήσω
πόσο νοιάζεται για μένα…
Τι να κάνω η παρθένα!
-Τώρα κόρη μου είσαι εντάξει;
-Μάνα ο κώλος μου έχει φράξει
δε μπορώ ούτε να χέσω
Θα μου πέσει αν δεν τον δέσω
-Τράβα κόρη μου στο σπίτι
Κι όταν έρθει, τον αλήτη,
Πες του να ΄ρθει απ΄τη μανούλα
(μπας και γαμηθώ στη ζούλα…)
Τράβα κόρη στο χωράφι
Τράβα κόρη στο χωράφι
Να μου φέρεις ένα παύλο*
Να μου φέρεις ένα παύλο
Τράβα την ευχή μου να ‘χεις
Διάλεξε τον κόρη να ΄χει
στην κορφή μεγάλη φούντα
στην κορφή μεγάλη φούντα
και χοντρή, χοντρή τη ράχη
Διάλεξε τον πιο μεγάλο
Να ΄χει κόρη λίγα φύλλα
Να ‘χει κόρη λίγα φύλλα
Να ‘ν’ χοντρός κι όταν τα βγάλω
Φέρ’ τον να τον ξεφλουδίσω
Να του βάλω βουτυράκι
Να του βάλω βουτυράκι
Και στον φούρνο να τον ψήσω
*παύλος είναι ο καρπός από το καλαμπόκι σε κάποιες περιοχές της Κρήτης
Τα χειλάκια σου τα ρούσα…
Σήκωσε το φουστάνι σου
να δω ανθό γλυκάνισου
του γλυκάνισου τη γλύκα
έχεις μάτια μου για προίκα
Ο ανθός σου δεν το ξέρει
μα όποιος τον κοιτά υποφέρει
Τράβηξε τα μαλλάκια σου
να δω τα δυο χειλάκια σου
τα χειλάκια σου τα ρούσα
θα στα δάγκωνα αν μπορούσα…
θα στ’ ανοίξω εγώ τα χείλη
γλύπτης θα γενώ και σμίλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου