Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

Ραντεβού με τις αναμνήσεις

ΤΟ ΜΑΡΑΜΕΝΟ ΚΛΗΜΑ

Η εικόνα ίσως περιέχει: σπίτι, φυτό και υπαίθριες δραστηριότητες


Νοστάλγησα μανούλα μου να πάω στο χωριό μας
και βρέθηκα ένα σούρουπο, έξω απ' το φτωχικό μας.
Βλέπω το κλήμα στην αυλή, χλωμό και μαραμένο,
το τζάκι μας χωρίς καπνό και μισογκρεμισμένο.
Η πόρτα τρίζει και βροντά, λές και μ' αναγνωρίζει
κι όλοκληρο το σπιτικό, απ'τη χαρά ραγίζει....
Εδώ ακούγονταν φωνές, γέλια και φασαρία,
τώρα αράχνες κατοικούν, σκόνη και ηρεμία.
Σ' ένα σκαμνάκι κάθισα που μου 'φτιαξες πατέρα,
σαν έργο τέχνης έμοιαζε!... θυμάμαι αυτή τη μέρα.
Με πήρε το παράπονο, άρχισα να δακρύζω
κ' εκεί που το 'παιζα σκληρή, νιώθω ότι λυγίζω!
Νομίζω όλα με κοιτούν, το κάθε τι ρωτάει:
-Αυτοί που ζούσανε εδώ, τώρα που έχουν πάει?
Απάντηση γυρεύουνε μα ποιος να τους την δώσει,
οι αναμνήσεις μαχαιριές που μ' έχουνε σκοτώσει.
Για σένα μάνα με ρωτούν αν θα ξαναγυρίσεις,
σε περιμένει στην αυλή, το κλήμα να ποτίσεις... !!

Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη


Η εικόνα ίσως περιέχει: φυτό, λουλούδι, δέντρο, υπαίθριες δραστηριότητες και φύση



























Το παλιοσπιτικό μου.

Νοστάλγησα τον τόπο μου, το γραφικό χωριό μου. 
Το 'ξοχικό, το πέτρινο, το παλιοσπιτικό μου. 
Πήρα τη στράτα από νωρίς, που 'χε δροσούλα ακόμα... 
Κίνησα ποδαρόδρομο, να φτάσω πριν το γιόμα. 

Πέρασα λόγγους, ρεματιές, γάργαρο λαγκαδάκι. 
Είδα εικόνες ζωγραφιές, που 'βλεπ' από παιδάκι. 
Σαν έφτασα στο διάσελο, στ' αγνάντιο για το σπίτι... 
σαν ρίγος με διαπέρασε, κι έντονο καρδιοχτύπι. 

Ζύγωσα με συγκίνηση, και σκέψη πονεμένη, 
κάθισα λίγο αντίκρυ του, σε πέτρα πλανισμένη. 
Κοιτάζω το σπιτάκι μου, την ρημωμένη αυλή του. 
Τους ραγισμένους τοίχους του, και την σαθρή σκεπή του. 

Τα ένδοξα τα χρόνια του, τίποτα δεν θυμίζει. 
Μόνο η αγριοτριανταφυλλιά, τον τοίχο του στολίζει. 
Σκύπτω κλείνω τα μάτια μου, φέρνω τον χρόνο πίσω, 
σε όμορφα χρόνια παιδικά, για λίγο να γυρίσω. 

Μικρό σπιτάκι πέτρινο, σαν ζωγραφιά στη φύση. 
Μ' αγάπη, ελπίδα και χαρά, έχει ο πατέρας κτίσει. 
Στεγάζει εκεί τους κόπους του, φωλιάζουν τα όνειρά του. 
Στεριώνει την ελπίδα του, κοιμάται η φαμελιά του. 

Γαρύφαλλα, βασιλικούς, τριγύρω ευωδιάζει. 
Κι η δροσερή κληματαριά, που την αυλή σκεπάζει. 
Αντίκρυ του το φουρναριό, κεραμοσκεπασμένο. 
Διαχέει θείες μυρωδιές, ψωμί φρεσκοψημένο. 

Δίπλα τ' αχούρι του Ψαρή... κάθε που χλημηντρίζει... 
τ' ακούει ο σκύλος φύλακας, του απαντά, γαυγίζει. 
Γλυκές Φωνούλες παιδικές, την πλάση γαληνεύουν. 
Λαλιές πουλιών, θροΐσματα του αγέρα, μας μαγεύουν. 

Σαν ο πατέρας να 'ρχεται... κατάκοπος εβάδει... 
Του φέρνει η μάνα δροσερό, νερό απ' το πηγάδι. 
Ξυπνάω από φτερούγισμα, κοιτάζω στο σπιτάκι,
μια κουκουβάγια πέταξε, σαν βγήκε από το τζάκι.

Κάνω πεντέξι βήματα, πρέπει ν' αποχωρήσω. 
Γυρνώ με αγάπη το κοιτώ να τ' αποχαιρετήσω. 
Γεννήθηκα στο στρώμα σου, κι έπαιξα στην αυλή σου. 
Σ' ευχαριστώ που μου 'δωσες, όλη την θαλπωρή σου.

Τρύφων Νάκος Κορδονούρης

Η εικόνα ίσως περιέχει: ουρανός, φυτό, υπαίθριες δραστηριότητες και φύση
Ραντεβού με τις αναμνήσεις

Μπροστά στο ερειπωμένο σπίτι που είναι σχεδόν έτοιμο να σωριαστεί, σταμάτησε ένα αυτοκίνητο.
Μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα κατεβαίνει κι ακούγεται μια κραυγή γεμάτη πόνο...
Σε λίγο, βγαίνει από το αυτοκίνητο κι ένας άντρας, πηγαίνει κοντά της γιατί βλέπει σε τι κατάσταση είναι.
Η γυναίκα παραμιλάει...κοντεύει να λιποθυμήσει. Προσπαθεί να βρεί το κουράγιο ν' ανέβει τα λίγα σκαλιά του σπιτιού και μάλλον πως δεν τα καταφέρνει.
Κάθεται στο πρώτο σκαλί κι αφήνει τα δάκρυά της να τρέξουν ασταμάτητα... Κάτι λέει μα δεν καταλαβαίνει ούτε ο άντρας που στέκει δίπλα της και της κρατάει το χέρι.
Κλαίει μ' αναφιλητά και μουρμουρίζει ακαταλαβίστικα....Νομίζεις πως απολογείται, πως ζητάει συγνώμη.
Η ώρα περνάει κι αυτή εκεί.. δεν της κάνει καρδιά να σηκωθεί.....δεν θέλει να φύγει..
Πέρασαν 47 χρόνια από τότε που το είδε για τελευταία φορά!
Από τότε, που ήταν μικρή κοπέλα κι αποφάσισαν οι δικοί της να την παντρέψουν μ' έναν Ελληνοαμερικάνο.
Η προξενήτρα δεν έπεσε έξω στα όσα είπε...
Ήταν πολύ καλό παιδί ... μα δεν συμπαθούσε και πολύ την Ελλάδα. Γι αυτό και δεν ήρθαν ποτέ μετά τον γάμο τους.
Κάτι οι δουλειές, κάτι τα παιδιά, μετά τα εγγόνια, δεν κατάφερε να έρθει στον τόπο που γεννήθηκε.
Ευτυχώς που οι δικοί της πήγαν μερικές φορές στην Αμερική με δικά της έξοδα και τους είδε, γιατί αυτή ήταν σαν να έριξε μαύρη πέτρα πίσω της.
Μόνο αυτή ήξερε πόσο πονούσε ...πόσο της έλειπε η Ελλάδα, η οικογένειά της, το πατρικό της...
Τ' αδέλφια και οι γονείς της εγκατέλειψαν το χωριό εδώ και πολλά χρόνια.
Το άφησαν να ρημάξει....
Πόσες θύμησες δεν βγήκαν στην επιφάνεια τούτη την στιγμή?
Σε ποια να σταθεί και ποια να προσπεράσει που όλες είχαν ενδιαφέρον!
-Αχ σπιτάκι μου πως κατάντησες..... Ακούστηκε καθαρά να λέει αυτή τη φορά.
Τίποτα δεν είναι όπως παλιά... το κοιτάζει που στέκεται με τα βίας βουβό κι αραχνιασμένο, χωρίς ζωή, χωρίς παρόν και μέλλον. Μόνο παρελθόν υπάρχει και αναμνήσεις που της ματώνουν την ψυχή.
Κι όμως, αυτό το ερείπιο σαν κάτι να περιμένει ακόμη. Κάποιον από αυτούς που έζησε εδώ μέσα, να περάσει να σταθεί και ν' ακούσει την φωνή της εγκατάλειψής που ουρλιάζει απελπισμένα μέσα από τις ρωγμές των τοίχων του, μέσα από τα σπασμένα του παράθυρα, να του ρίξει έστω μια ματιά.... μα δυστυχώς, δεν το ακούει και δεν το βλέπει κανείς....απλά ξεχάστηκε.
Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από το κλάμα. Ακούμπησε στο χώμα με το ένα της χέρι προσπαθώντας να σηκωθεί.
Ο άντρας της την βοήθησε να σταθεί όρθια... φαινόταν κι αυτός συγκινημένος.
Από την μια το ρημαγμένο σπίτι με την κληματαριά να προσπαθεί να του δώσει λίγη ζωντάνια, κι από την άλλη η γυναίκα του που είχε γίνει ράκος μπροστά σ' αυτή την εικόνα..... ίσως ένιωθε κάποιες ενοχές που της στέρησε τόσα χρόνια την πατρίδα της, το χωριό της, το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε....
-Μαρίκα εσύ είσαι? Ακούστηκε μια φωνή από το δρόμο.
Μα βέβαια! Αυτή η ταλαιπωρημένη γυναικεία φιγούρα που της φώναξε και την αναγνώρισε μετά από μισό σχεδόν αιώνα, δεν μπορεί να ήταν άλλη εκτός από την παιδική της φίλη την Βασίλω...
Οι αγκαλιές, τα φιλιά και τα δάκρυα, τα έντονα συναισθήματα, θα έκαναν τον οποιοδήποτε σκληρό άνθρωπο να δακρύσει από την συγκίνηση....
Ακόμη κι ότι απόμεινε από το πατρικό της, ίσως αυτή την ώρα να ράγισε...

Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη



Δεν υπάρχουν σχόλια: